μελισταγής: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[μελισταγής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που στάζει [[μέλι]] («[[μελισταγής]] [[λόγος]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που [[είναι]] [[γλυκός]] σαν να στάζει [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σταγής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>σταγ</i>- του [[στάζω]], [[πρβλ]]. <i>σταγ</i>-<i>ῆναι</i>), [[πρβλ]]. [[αιμοσταγής]]].
|mltxt=-ές (Α [[μελισταγής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που στάζει [[μέλι]] («[[μελισταγής]] [[λόγος]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που [[είναι]] [[γλυκός]] σαν να στάζει [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σταγής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>σταγ</i>- του [[στάζω]], [[πρβλ]]. [[σταγῆναι]]), [[πρβλ]]. [[αιμοσταγής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 06:54, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελιστᾰγής Medium diacritics: μελισταγής Low diacritics: μελισταγής Capitals: ΜΕΛΙΣΤΑΓΗΣ
Transliteration A: melistagḗs Transliteration B: melistagēs Transliteration C: melistagis Beta Code: melistagh/s

English (LSJ)

ές, A dropping honey, κηρίον Babr.Prooem.18. 2 sweet as dropped honey, λοιβαί A.R.2.1272; στόματα AP5.294 (Leont.); σταφυλαί Dioscorus in PLit.Lond.100D5.

German (Pape)

[Seite 124] ές, Honig träufelnd; Ap. Rh. 2, 1272; στόμα, Leont. 1 (V, 295); κρούνισμα, Ep. ad. 259 (Plan. 12); ὕδωρ, ib. (App. 161); νιφετος, Tryphiod. 119.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui distille du miel.
Étymologie: μέλι, στάζω.

Russian (Dvoretsky)

μελιστᾰγής: источающий мед (στόμα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μελιστᾰγής: -ές, ὁ στάζων μέλι, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1272, Βαβρ. προοίμ. 18, Ἀνθ. Π. 5. 295, κτλ.· - μελίστακτος, ον, Ἀνθ. Π. 4. 1, 33.

Greek Monolingual

-ές (Α μελισταγής, -ές)
1. αυτός που στάζει μέλιμελισταγής λόγος»)
2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν να στάζει μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -σταγής (< θ. σταγ- του στάζω, πρβλ. σταγῆναι), πρβλ. αιμοσταγής].

Greek Monotonic

μελιστᾰγής: -ές (στάζω), αυτός που στάζει μέλι, σε Ανθ.

Middle Liddell

μελι-στᾰγής, ές στάζω
dropping honey, Anth.