τεμαχίτης: Difference between revisions
From LSJ
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=temachitis | |Transliteration C=temachitis | ||
|Beta Code=temaxi/ths | |Beta Code=temaxi/ths | ||
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, [[sliced and salted]], ἰχθῦς | |Definition=[ῑ], ου, ὁ, [[sliced and salted]], ἰχθῦς Eub.9, Alciphr.3.5, cf. ''PFlor.''388.24 (ii A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:32, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, sliced and salted, ἰχθῦς Eub.9, Alciphr.3.5, cf. PFlor.388.24 (ii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
τεμᾰχίτης: -ου, ὁ, ἐπὶ μεγάλων ἰχθύων, οὓς δύναταί τις νὰ κόψῃ εἰς τεμάχια πρὸς ταριχείαν, ἐκ ζεόντων λοπαδίων... τεμαχίτας Εὔβουλος ἐν «Ἀνασωζομένοις» 1. 4, Ἀλκίφρων 3. 5.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(για μεγάλα ψάρια) αυτός που μπορεί να κοπεί σε μεγάλα κομμάτια για να παστωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέμαχος + επίθημα -ίτης (πρβλ. σεληνίτης)].
German (Pape)
[ῑ], ὁ, ἰχθύς, ein großer Meerfisch, der zerschnitten und eingesalzen wird; Schol. Ar. Eq. 283; Eubul. bei Ath. VII.340d; Alciphr. 3.5.