περισσόσαρκος: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perissosarkos | |Transliteration C=perissosarkos | ||
|Beta Code=perisso/sarkos | |Beta Code=perisso/sarkos | ||
|Definition= | |Definition=περισσόσαρκον, [[over-fleshy]], Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Πρίαπος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:29, 25 August 2023
English (LSJ)
περισσόσαρκον, over-fleshy, Suid. s.v. Πρίαπος.
German (Pape)
[Seite 593] übermäßig fleischig, wohlbeleibt, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
περισσόσαρκος: -ον, ὁ ἔχων περιττὰς σάρκας, ὑπὲρ τὸ δέον πολύσαρκος, Σουΐδ. ἐν λέξ. Πρίαπος (3).
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που έχει περιττές σάρκες, ο υπερβολικά πολύσαρκος, σωματώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λιπόσαρκος, μικρόσαρκος].