πολυσήμαντος: Difference between revisions
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polysimantos | |Transliteration C=polysimantos | ||
|Beta Code=polush/mantos | |Beta Code=polush/mantos | ||
|Definition= | |Definition=πολυσήμαντον, [[with many significations]], Heliod. ''in EN''86.8; προσηγορία Lyd.''Mag.''2.2; <b class="b3">περὶ π. λέξεων</b>, title of work by Orus, Reitzenstein Gesch.d.Gr.Etym.p.336. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:56, 25 August 2023
English (LSJ)
πολυσήμαντον, with many significations, Heliod. in EN86.8; προσηγορία Lyd.Mag.2.2; περὶ π. λέξεων, title of work by Orus, Reitzenstein Gesch.d.Gr.Etym.p.336.
German (Pape)
[Seite 673] Vieles bezeichnend, viel bedeutend, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠσήμαντος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς σημασίας, Ἰω. Χρυσ. τ. 12, σ. 27, τ. 3, σ. 227, Εὐστ.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυσήμαντος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλές σημασίες, που δηλώνει πολλά («πολυσήμαντη λέξη»)
νεοελλ.
αυτός που έχει μεγάλη σημασία, βαρυσήμαντος
αρχ.
φρ. «Περί πολυσήμαντων λέξεων» — τίτλος έργου του Αιγυπτίου συγγραφέα Ώρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σήμαντος (< σημαίνω), πρβλ. μονοσήμαντος].