σύρριζος: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syrrizos | |Transliteration C=syrrizos | ||
|Beta Code=su/rrizos | |Beta Code=su/rrizos | ||
|Definition= | |Definition=σύρριζον,<br><span class="bld">A</span> [[joined to the root]], [[root and all]], Sch.rec.S.''El.''512, Eust.93.5.<br><span class="bld">2</span> [[well supplied with roots]], <b class="b3">ποιῆσαι τὸν ἵππον.. χλωροφαγῆσαι ἐπὶ πεδίον σ.</b> ''Hippiatr.''10. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:45, 25 August 2023
English (LSJ)
σύρριζον,
A joined to the root, root and all, Sch.rec.S.El.512, Eust.93.5.
2 well supplied with roots, ποιῆσαι τὸν ἵππον.. χλωροφαγῆσαι ἐπὶ πεδίον σ. Hippiatr.10.
Greek (Liddell-Scott)
σύρριζος: -ον, ὁ ἐρριζωμένος ὁμοῦ, ὁ μετὰ τῆς ῥίζης, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 512, Εὐστ. Ἰλ. Α. 235.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(για φυτό ή τμήμα φυτού)
1. ο ενωμένος με τις ρίζες
2. αυτός που έχει αφθονία ριζών («ποιῆσαι τὸν ἵππον... χλωροφαγῆσαι ἐπὶ πεδίον σύρριζον», Ιππιατρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ρίζος (< ῥίζα), πρβλ. ένριζος].
German (Pape)
verwurzelt, zusammengewurzelt, Schol. Soph. El. 512.