τεχνουργός: Difference between revisions

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=technourgos
|Transliteration C=technourgos
|Beta Code=texnourgo/s
|Beta Code=texnourgo/s
|Definition=όν, [[industrial]], of Solon's third class, <b class="b3">μοῖρα τεχνουργός</b> (''[[sc.]]'' [[πολιτείας]]) Lyd.<span class="title">Mag.</span>1.47.
|Definition=τεχνουργόν, [[industrial]], of Solon's third class, <b class="b3">μοῖρα τεχνουργός</b> (''[[sc.]]'' [[πολιτείας]]) Lyd.''Mag.''1.47.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η / [[τεχνουργός]], -όν ΝΜΑ<br />[[τεχνίτης]], [[δημιουργός]] («μοῑρα [[τεχνουργός]]», Ιω. Λυδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ασκεί μια [[τέχνη]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατασκευάζει [[κάτι]] περίτεχνα, [[καλλιτέχνης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[ξυλουργός]]].
|mltxt=ο, η / [[τεχνουργός]], -όν ΝΜΑ<br />[[τεχνίτης]], [[δημιουργός]] («μοῑρα [[τεχνουργός]]», Ιω. Λυδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ασκεί μια [[τέχνη]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατασκευάζει [[κάτι]] περίτεχνα, [[καλλιτέχνης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[ξυλουργός]]].
}}
}}

Revision as of 11:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχνουργός Medium diacritics: τεχνουργός Low diacritics: τεχνουργός Capitals: ΤΕΧΝΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: technourgós Transliteration B: technourgos Transliteration C: technourgos Beta Code: texnourgo/s

English (LSJ)

τεχνουργόν, industrial, of Solon's third class, μοῖρα τεχνουργός (sc. πολιτείας) Lyd.Mag.1.47.

Greek Monolingual

ο, η / τεχνουργός, -όν ΝΜΑ
τεχνίτης, δημιουργός («μοῑρα τεχνουργός», Ιω. Λυδ.)
νεοελλ.
1. αυτός που ασκεί μια τέχνη
2. αυτός που κατασκευάζει κάτι περίτεχνα, καλλιτέχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλουργός].