τριχοφυής: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trichofyis | |Transliteration C=trichofyis | ||
|Beta Code=trixofuh/s | |Beta Code=trixofuh/s | ||
|Definition= | |Definition=τριχοφυές, [[growing]] or [[getting hair]], Dsc.2.76.18: [[τριχοφυές]], = [[τριχομανές]], Apul. ''Herb.''47 (interpol.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:17, 25 August 2023
English (LSJ)
τριχοφυές, growing or getting hair, Dsc.2.76.18: τριχοφυές, = τριχομανές, Apul. Herb.47 (interpol.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῐχοφυής: -ές, ὁ συντελῶν πρὸς τριχοφυΐαν, «τὸ δὲ ἄρκειον δοκεῖν τριχοφυὲς εἶναι ἀλωπεκιῶν» Διοσκ. Β΄, 94, σ. 218, Kühn.· τὸ τρ. = τριχομανές, Appul. Barbar. Herb. 47.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
1. αυτός που συντελεί στην έκφυση τριχών
2. το ουδ. ως ουσ. το τριχοφυές
το φυτό τριχομανές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -φυής (< φύω / -ομαι, μέσω ενός ουδ. φύος), πρβλ. κερατοφυής].
German (Pape)
ές, Haare hervorbringend, bekommend, Diosc.