χελυνοίδης: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chelynoidis | |Transliteration C=chelynoidis | ||
|Beta Code=xelunoi/dhs | |Beta Code=xelunoi/dhs | ||
|Definition= | |Definition=χελυνοίδου, ὁ, [[with swollen lips]], Com.Adesp.1194, Eust.1684.29. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:53, 25 August 2023
English (LSJ)
χελυνοίδου, ὁ, with swollen lips, Com.Adesp.1194, Eust.1684.29.
German (Pape)
[Seite 1348] mit geschwollenen, dicken Lippen, Eustath., vgl. Phryn. in B. A. 72.
Greek (Liddell-Scott)
χελῡνοίδης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων μεγάλα καὶ ἐξῳδηκότα χείλη, κοινῶς «χειλαρᾶς», «ὁ τὴν χελύνην μεγάλην ἔχων ὄμοιον τῷ πεοίδης, οἷον ὁ μέγα καὶ ἀπρεπὲς αἰδοῖον ἔχων» Α. Β. 72, 26, Εὐστ. 1684. 29.
Greek Monolingual
και χελυνίδης, ὁ, Α
αυτός που έχει παχιά, εξογκωμένα χείλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. ενός αμάρτυρου ρ. χελυνοιδῶ (< χελύνη (Ι) «χείλος» + οἰδῶ «πρήζομαι»), πρβλ. πεοίδης].