τηξιμελής: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tiksimelis
|Transliteration C=tiksimelis
|Beta Code=thcimelh/s
|Beta Code=thcimelh/s
|Definition=ές, [[wasting the limbs]], νοῦσος <span class="title">AP</span>7.234 (Phil.).
|Definition=τηξιμελές, [[wasting the limbs]], νοῦσος ''AP''7.234 (Phil.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηξῐμελής Medium diacritics: τηξιμελής Low diacritics: τηξιμελής Capitals: ΤΗΞΙΜΕΛΗΣ
Transliteration A: tēximelḗs Transliteration B: tēximelēs Transliteration C: tiksimelis Beta Code: thcimelh/s

English (LSJ)

τηξιμελές, wasting the limbs, νοῦσος AP7.234 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1108] ές, Glieder schmelzend, verzehrend, νοῦσος Philp. 25 (VII, 234).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui consume ou épuise les membres.
Étymologie: τήκω, μέλος.

Russian (Dvoretsky)

τηξῐμελής: истощающий члены, изнурительный (νοῦσος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τηξῐμελής: -ές, ὁ τήκων, φθείρων τὰ μέλη, τηξιμελεῖ νούσῳ κεκολουμένος Ἀνθ. Π. 7. 234.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που λειώνει, που φθείρει τα μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < τήκω + -μελής (< μέλος), πρβλ. λυσιμελής].

Greek Monotonic

τηξῐμελής: -ές, αυτός που φθείρει τα μέλη, νοῦσος, σε Ανθ.

Middle Liddell

τηξῐ-μελής, ές
wasting the limbs, νοῦσος Anth.