τοιχορύκτης: Difference between revisions
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=toichoryktis | |Transliteration C=toichoryktis | ||
|Beta Code=toixoru/kths | |Beta Code=toixoru/kths | ||
|Definition= | |Definition=τοιχορύκτου, ὁ, = [[τοιχωρύχος]], Sch.Pi.metr.p.13 Boeckh, Phot., Suid. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:29, 25 August 2023
English (LSJ)
τοιχορύκτου, ὁ, = τοιχωρύχος, Sch.Pi.metr.p.13 Boeckh, Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 1125] ὁ, = τοιχωρύχος, vgl. Lob. Phryn. p. 232.
Greek (Liddell-Scott)
τοιχορύκτης: -ου, ὁ, = τοιχωρύχος, Ἰω. Χρυσ. Χ, 91D, ἔνθα τοιχωρύκτης, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 232.
Greek Monolingual
και τοιχωρύκτης, ὁ, Α
τοιχωρύχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + ὀρυκτης (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. φρεατορύκτης].