ὀμφαλιστήρ: Difference between revisions
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omfalistir | |Transliteration C=omfalistir | ||
|Beta Code=o)mfalisth/r | |Beta Code=o)mfalisth/r | ||
|Definition= | |Definition=ὀμφαλιστῆρος, ὁ, [[knife to cut the navel-string]], Poll.2.169,4.208, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:25, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀμφαλιστῆρος, ὁ, knife to cut the navel-string, Poll.2.169,4.208, Hsch.
German (Pape)
[Seite 343] ῆρος, ὁ, das Messer zum Abschneiden der Nabelschnur, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμφᾰλιστήρ: ὁ, τὸ ἐργαλεῖον δι’ οὗ ἀπέτεμνον τοῦ ὀμφαλοῦ τὸν λῶρον, Πολυδ. Β΄, 169, Ἡσύχ., Φώτ.
Greek Monolingual
ὀμφαλιστήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
εργαλείο για την αποκοπή του ομφάλιου λώρου τών βρεφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφαλός + κατάλ. -τήρ, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. ὀμφαλίζω (πρβλ. βραχιονιστήρ)].