ὁλόκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=olokarpos
|Transliteration C=olokarpos
|Beta Code=o(lo/karpos
|Beta Code=o(lo/karpos
|Definition=ον, [[brought as a whole offering]], θυσία <span class="bibl">Ph.1.668</span>.
|Definition=ὁλόκαρπον, [[brought as a whole offering]], θυσία Ph.1.668.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁλόκαρπος]], -ον (Α) (για [[θυσία]]) αυτός που προσφέρεται [[πλήρης]] στον θεό ή στους θεούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] ([[πρβλ]]. [[πολύκαρπος]])].
|mltxt=[[ὁλόκαρπος]], -ον (Α) (για [[θυσία]]) αυτός που προσφέρεται [[πλήρης]] στον θεό ή στους θεούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] ([[πρβλ]]. [[πολύκαρπος]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλόκαρπος Medium diacritics: ὁλόκαρπος Low diacritics: ολόκαρπος Capitals: ΟΛΟΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: holókarpos Transliteration B: holokarpos Transliteration C: olokarpos Beta Code: o(lo/karpos

English (LSJ)

ὁλόκαρπον, brought as a whole offering, θυσία Ph.1.668.

Greek Monolingual

ὁλόκαρπος, -ον (Α) (για θυσία) αυτός που προσφέρεται πλήρης στον θεό ή στους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + καρπός (πρβλ. πολύκαρπος)].