κριθανίας: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=krithanias | |Transliteration C=krithanias | ||
|Beta Code=kriqani/as | |Beta Code=kriqani/as | ||
|Definition=ου, ὁ, [[like barley]]: <b class="b3">κ. πυρός</b> a branching cereal, perhaps [[millet]], | |Definition=-ου, ὁ, [[like barley]]: <b class="b3">κ. πυρός</b> a branching cereal, perhaps [[millet]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 8.2.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:11, 25 August 2023
English (LSJ)
-ου, ὁ, like barley: κ. πυρός a branching cereal, perhaps millet, Thphr. HP 8.2.3.
German (Pape)
[Seite 1508] πυρός, ὁ, eine der Gerste ähnliche Weizenart, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κρῑθᾰνίας: -ου, ὁ, ὅμοιος κριθῇ, κρ. πυρός, εἶδος σίτου ὁμοίου πρὸς κριθήν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 2. 3.
Greek Monolingual
κριθανίας, ὁ (Α)
1. όμοιος με κριθάρι
2. φρ. «κριθανίας πυρός» — είδος σιτηρού, πιθ. ο κέγχρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κριθανίας (πυρός) < κριθή + πιθ. κατάλ. -ανίας (πρβλ. υφανίας) σχηματίστηκε αναλογικά, κατά το πρότυπο του σητανίας (πυρός)].