κακόψυχος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(a)
 
(18)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1305.png Seite 1305]] kleinmüthig, verzagt?
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1305.png Seite 1305]] kleinmüthig, verzagt?
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[κακόψυχος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει κακή [[ψυχή]], [[μοχθηρός]], [[κακός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακόψυχα</i><br /><b>μσν.</b><br />(για άρρωστο) σε άσχημη [[κατάσταση]], του θανατά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ψυχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καλό</i>-<i>ψυχος</i>, <i>ολό</i>-<i>ψυχος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1305] kleinmüthig, verzagt?

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ κακόψυχος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει κακή ψυχή, μοχθηρός, κακός.
επίρρ...
κακόψυχα
μσν.
(για άρρωστο) σε άσχημη κατάσταση, του θανατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. καλό-ψυχος, ολό-ψυχος].