κύπασσις: Difference between revisions

From LSJ

οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κύπασσις]], -εως και κύπαττις, -ιδος και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, κυπασίς, -[[ίδος]], ὁ, ἡ (Α)<br />[[κοντός]] [[ανδρικός]], ή και [[γυναικείος]], [[χιτώνας]] που έφθανε [[μέχρι]] το [[μέσο]] του μηρού («πάρ δέ ζώματα πολλὰ καὶ κυπάττιδες», Αλκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ. μικρασιατικής προελεύσεως που αναφέρεται στους Λυδούς, Πέρσες κ.ά.].
|mltxt=[[κύπασσις]], -εως και κύπαττις, -ιδος και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, κυπασίς, -ίδος, ὁ, ἡ (Α)<br />[[κοντός]] [[ανδρικός]], ή και [[γυναικείος]], [[χιτώνας]] που έφθανε [[μέχρι]] το [[μέσο]] του μηρού («πάρ δέ ζώματα πολλὰ καὶ κυπάττιδες», Αλκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ. μικρασιατικής προελεύσεως που αναφέρεται στους Λυδούς, Πέρσες κ.ά.].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 14:10, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύπασσις Medium diacritics: κύπασσις Low diacritics: κύπασσις Capitals: ΚΥΠΑΣΣΙΣ
Transliteration A: kýpassis Transliteration B: kypassis Transliteration C: kypassis Beta Code: ku/passis

English (LSJ)

[ῠ] (-ασίς Hsch.), εως (ιδος Alc.15.6), ὁ (ἡ v.l. in Hecat. 284 J.), short frock, reaching to a man's mid-thigh, Alc.l.c. (in form κυπάττιδες), Ion Trag.59, Lys.Fr.58 S.; also worn by women, Ar. Fr.519, AP6.202 (Leon.), cf. 272 (Pers.), 358 (Diotim.); κ. Περσικαί Hecat.l.c.; κ. χερμάδων prob. for κύπας τις χ. in Lyc.333:—Dim. κῠπασσίσκος, ὁ, Hippon.18.

Greek Monolingual

κύπασσις, -εως και κύπαττις, -ιδος και, κατά τον Ησύχ., κυπασίς, -ίδος, ὁ, ἡ (Α)
κοντός ανδρικός, ή και γυναικείος, χιτώνας που έφθανε μέχρι το μέσο του μηρού («πάρ δέ ζώματα πολλὰ καὶ κυπάττιδες», Αλκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. μικρασιατικής προελεύσεως που αναφέρεται στους Λυδούς, Πέρσες κ.ά.].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύπασσις -εως, ὁ cypassis (soort chiton voor mannen en vrouwen).

Frisk Etymological English

-εως
Grammatical information: m.
Meaning: name of a (short) frock, also worn by women (Alc. Z 34, 7 [cf. Hamm Grammatik 53], Hecat., Ion Trag., AP ).
Other forms: -ιδες pl. Alc.
Derivatives: Dimin. -ίσκος (Hippon. 18)
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Anat.
Etymology: Anatolian LW [loanword], in the sources connected with Lydians and Persians (cf. Gow ClassRev. 69, 238 f.). A striking agreement shows Hitt. kupah̯i- (v. Blumenthal Hesychst. 2 7 ff.), which however seems to indicate a head-cover, s. Friedrich Wb. (also Erg.heft).

Frisk Etymology German

κύπασσις: -εως
{kúpassis}
Forms: (-ιδες pl. Alk.)
Grammar: m.
Meaning: Ben. eines (kurzen) Leibrocks, der auch von Frauen getragen wurde (Alk. Z 34, 7 [vgl. Hamm Grammatik 53], Hekat., Ion Trag., A P u.a.);
Derivative: Demin. -ίσκος (Hippon. 18).
Etymology: Kleinasiatisches LW, in den Quellen mit Lydern und Persern verknüpft (vgl. Gow ClassRev. 69, 238 f.). Eine schlagende Ähnlichkeit zeigt heth. kupaḫi- (v. Blumenthal Hesychst. 2 7 ff.), das aber eher eine Art Kopfbedeckung zu bezeichnen scheint, s. Friedrich Wb. (auch Erg.heft) m. Lit.
Page 2,50