φυλακτήριος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, ΜΑ [[φυλακτήρ]]<br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμεύει για [[φύλαξη]], για [[προστασία]] (α. «τοῖς περὶ τὰ τοιαῦτα φυλακτηρίοις τε καὶ ἐπιστάταις ὀργάνων», <b>Πλάτ.</b> β. «[[φυλακτήριος]] τῶν συνειληφυιῶν», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[φυλακτήριον]]<br />α) [[μέσο]] προστασίας, προφύλαξης από [[κάτι]] [[κακό]] (α. «τῶν ἀχράντων τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων μεταλαβεῖν, ἀσφαλὲς [[φυλακτήριον]]», Νικ. Ουρ.<br />β. «ἐν τοῖς τῶν ἀγορανόμων νόμοισί τε καὶ φυλακτηρίοις», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[φυλαχτό]], περίαπτο, που απομακρύνει τους κινδύνους οι οποίοι απειλούν κάποιον (α. «γυνὴ [[μάντις]] καὶ φυλακτάρεα καὶ ἐπαοιδίας ποιοῦσα», Λεοντ. Νεαπ.<br />θ. «καὶ άντὶ φυλακτηρίου περιάμματι αὑτῷ αἱ γυναῑκες χρῶνται», <b>Πλούτ.</b><br />γ. «φυλακτήρια περίαπτα», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>3.</b> μικρή [[λουρίδα]] με χωρία του μωσαϊκού νόμου γραμμένα [[επάνω]], που έδεναν στο μέτωπό τους οι Ιουδαίοι την ώρα της προσευχής (α. «φυλακτήρια... δελτία ἦν μικρὰ... [[ἅπερ]] ἐφόρουν οἱ τῶν Ἰουδαίων καθηγηταί», Ισίδ. Πηλ.<br />β. «πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν καὶ μεγαλύνουσι τὰ κράσπεδα τῶν ἱματίων αὐτῶν», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />οχυρή [[θέση]], προστατευμένη [[τοποθεσία]] («ὁ Ἄλος [[ποταμός]], ἐπ' ᾧ πύλαι τε ἔπεισι... καὶ [[φυλακτήριον]] μέγα ἐπ' αὐτῷ», <b>Ηρόδ.</b>).
|mltxt=-ία, -ον, ΜΑ [[φυλακτήρ]]<br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμεύει για [[φύλαξη]], για [[προστασία]] (α. «τοῖς περὶ τὰ τοιαῦτα φυλακτηρίοις τε καὶ ἐπιστάταις ὀργάνων», <b>Πλάτ.</b> β. «[[φυλακτήριος]] τῶν συνειληφυιῶν», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[φυλακτήριον]]<br />α) [[μέσο]] προστασίας, προφύλαξης από [[κάτι]] [[κακό]] (α. «τῶν ἀχράντων τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων μεταλαβεῖν, ἀσφαλὲς [[φυλακτήριον]]», Νικ. Ουρ.<br />β. «ἐν τοῖς τῶν ἀγορανόμων νόμοισί τε καὶ φυλακτηρίοις», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[φυλαχτό]], περίαπτο, που απομακρύνει τους κινδύνους οι οποίοι απειλούν κάποιον (α. «γυνὴ [[μάντις]] καὶ φυλακτάρεα καὶ ἐπαοιδίας ποιοῦσα», Λεοντ. Νεαπ.<br />θ. «καὶ άντὶ φυλακτηρίου περιάμματι αὑτῷ αἱ γυναῖκες χρῶνται», <b>Πλούτ.</b><br />γ. «φυλακτήρια περίαπτα», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>3.</b> μικρή [[λουρίδα]] με χωρία του μωσαϊκού νόμου γραμμένα [[επάνω]], που έδεναν στο μέτωπό τους οι Ιουδαίοι την ώρα της προσευχής (α. «φυλακτήρια... δελτία ἦν μικρὰ... [[ἅπερ]] ἐφόρουν οἱ τῶν Ἰουδαίων καθηγηταί», Ισίδ. Πηλ.<br />β. «πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν καὶ μεγαλύνουσι τὰ κράσπεδα τῶν ἱματίων αὐτῶν», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />οχυρή [[θέση]], προστατευμένη [[τοποθεσία]] («ὁ Ἄλος [[ποταμός]], ἐπ' ᾧ πύλαι τε ἔπεισι... καὶ [[φυλακτήριον]] μέγα ἐπ' αὐτῷ», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
}}

Revision as of 14:51, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠλᾰκτήριος Medium diacritics: φυλακτήριος Low diacritics: φυλακτήριος Capitals: ΦΥΛΑΚΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: phylaktḗrios Transliteration B: phylaktērios Transliteration C: fylaktirios Beta Code: fulakth/rios

English (LSJ)

α, ον,
A serving as a protection, τὰ περί τι φ. Pl.Lg.842d, φῠλᾰκ-της, ου, ὁ, one who preserves, τῶν ἰδίων ἐθῶν Ph.2.577 (pl.), sed leg. -τικοί.
II = φυλακτήρ, a magistrate at Cumae, Plu.2.291f.

German (Pape)

[Seite 1313] bewachend, beschützend, bewahrend, Plat. Legg. VIII, 842 d.

Russian (Dvoretsky)

φῠλακτήριος: несущий охрану (περί τι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

φῠλακτήριος: -α, -ον, ὁ χρησιμεύων πρὸς φύλαξιν, τὰ περί τι φ. Πλάτ. Νόμ. 842D.

Greek Monolingual

-ία, -ον, ΜΑ φυλακτήρ
1. αυτός που χρησιμεύει για φύλαξη, για προστασία (α. «τοῖς περὶ τὰ τοιαῦτα φυλακτηρίοις τε καὶ ἐπιστάταις ὀργάνων», Πλάτ. β. «φυλακτήριος τῶν συνειληφυιῶν», Διοσκ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυλακτήριον
α) μέσο προστασίας, προφύλαξης από κάτι κακό (α. «τῶν ἀχράντων τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων μεταλαβεῖν, ἀσφαλὲς φυλακτήριον», Νικ. Ουρ.
β. «ἐν τοῖς τῶν ἀγορανόμων νόμοισί τε καὶ φυλακτηρίοις», Πλάτ.)
β) φυλαχτό, περίαπτο, που απομακρύνει τους κινδύνους οι οποίοι απειλούν κάποιον (α. «γυνὴ μάντις καὶ φυλακτάρεα καὶ ἐπαοιδίας ποιοῦσα», Λεοντ. Νεαπ.
θ. «καὶ άντὶ φυλακτηρίου περιάμματι αὑτῷ αἱ γυναῖκες χρῶνται», Πλούτ.
γ. «φυλακτήρια περίαπτα», Διοσκ.)
3. μικρή λουρίδα με χωρία του μωσαϊκού νόμου γραμμένα επάνω, που έδεναν στο μέτωπό τους οι Ιουδαίοι την ώρα της προσευχής (α. «φυλακτήρια... δελτία ἦν μικρὰ... ἅπερ ἐφόρουν οἱ τῶν Ἰουδαίων καθηγηταί», Ισίδ. Πηλ.
β. «πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν καὶ μεγαλύνουσι τὰ κράσπεδα τῶν ἱματίων αὐτῶν», ΚΔ)
αρχ.
οχυρή θέση, προστατευμένη τοποθεσία («ὁ Ἄλος ποταμός, ἐπ' ᾧ πύλαι τε ἔπεισι... καὶ φυλακτήριον μέγα ἐπ' αὐτῷ», Ηρόδ.).