νικηφορία: Difference between revisions
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=a [[conquering]], [[victory]], Pind. [from νῑκηφόρος] | ||
}} | }} |
Revision as of 11:15, 3 March 2024
English (LSJ)
Dor. νικαφορία, ἡ,
A victory, freq. in Pi., both sg. and pl., P.1.59, O.10(11).59 (pl.).
II Νικηφόρια, Dor. Νικᾱφ-, τά, festival of Athena Νικηφόρος, SIG629.24 (Pergam., ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 256] ἡ, das Davontragen des Sieges, Pind. oft, in dor. Form, νικαφορία, P. 1, 59; νικαφορίαις ὅσαις θύλησεν, N. 10, 41.
Russian (Dvoretsky)
νῑκηφορία: дор. νῑκᾱφορία ἡ одержание победы, победа Pind.
Greek (Liddell-Scott)
νῑκηφορία: Δωρ. νικᾱφ-, ἡ, τὸ νικᾶν, νίκη, συχνάκις παρὰ Πινδ., ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθ., ὡς Π. 1. 115, Ο. 10 (11). 72.
Greek Monolingual
νικηφορία, δωρ. τ. νικαφορία, ἡ (Α) νικηφόρος
το να νικά κάποιος, η νίκη («χάρμα δ' οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος», Πίνδ.).
Middle Liddell
a conquering, victory, Pind. [from νῑκηφόρος]