ἀμφίπολις: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> encompassing a [[city]], of a [[city]] taken by [[blockade]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> as fem. Subst. a [[city]] [[between]] two seas or rivers, Thuc.
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> encompassing a [[city]], of a [[city]] taken by [[blockade]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> as fem. Subst. a [[city]] [[between]] two seas or rivers, Thuc.
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίπολις Medium diacritics: ἀμφίπολις Low diacritics: αμφίπολις Capitals: ΑΜΦΙΠΟΛΙΣ
Transliteration A: amphípolis Transliteration B: amphipolis Transliteration C: amfipolis Beta Code: a)mfi/polis

English (LSJ)

poet. ἀμφίπτολις, ὁ, ἡ,
A encompassing city, ἀνάγκη ἀμφίπτολις A.Ch.75 (lyr.).
II Subst. ἀ., ἡ, city encompassed by a river, as pr. n., Th.4.102, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίπολις: ποιητ. ἀμφίπτολις, ὁ, ἡ, ὁ περιβάλλων ἢ ἡ περιβάλλουσα πόλιν τινά ἀνάγκη ἀμφίπτολις, necessitas urbi circumdata (Βλωμφ.), ἐπὶ πόλεως ἁλούσης δι’ ἀποκλεισμοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 74· πρβλ. ἀμφιτειχής. ΙΙ. ὡς οὐσ. ἀμφίπολις, ἡ μεταξὺ δύο θαλασσῶν ἢ ποταμῶν πόλις, ἴδε Θουκ. 4. 102.

Greek Monolingual

ἀμφίπολις και ποιητ. ἀμφίπτολις, ο, η (Α)
1. αυτός που περιβάλλει μια πόλη
2. (το θηλυκό ως ουσ.) ἡ ἀμφίπολις
α) πόλη που έχει και από τις δύο πλευρές της ποτάμι (τον Στρυμόνα)
β) πόλη έτσι χτισμένη ώστε να είναι και ηπειρωτική και παραθαλάσσια (Θουκ. 4, 102).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πόλις.

Greek Monotonic

ἀμφίπολις: ποιητ. ἀμφί-πτολις, , ,
I. αυτός που περικυκλώνει την πόλη, για πόλη που αλώνεται μέσω αποκλεισμού, σε Αισχύλ.
II. ως θηλ. ουσ., πόλη μεταξύ δύο θαλασσών ή ποταμών, σε Θουκ.

Middle Liddell

I. encompassing a city, of a city taken by blockade, Aesch.
II. as fem. Subst. a city between two seas or rivers, Thuc.