ἐλαιοδόκος: Difference between revisions

From LSJ
(b)
(6_9)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0788.png Seite 788]] ον, u. ἐλαιοδόχος, Oel enthaltend, VLL.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0788.png Seite 788]] ον, u. ἐλαιοδόχος, Oel enthaltend, VLL.
}}
{{ls
|lstext='''ἐλαιοδόκος''': ἢ -δόχος, ον, ὁ δεχόμενος [[ἔλαιον]], ἐλαιοδόχον [[ἀγγεῖον]], ἐντὸς τοῦ ὁποίου φυλάττουσι τὸ [[ἔλαιον]] «λαδικόν», «ῥοΐ», Ἡρωδιαν. Ἐπιμ. σ. 78, Σουΐδ ἐν λέξ.: λήκυθον τὴν τοῦ μύρου.
}}
}}

Revision as of 10:49, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλαιοδόκος Medium diacritics: ἐλαιοδόκος Low diacritics: ελαιοδόκος Capitals: ΕΛΑΙΟΔΟΚΟΣ
Transliteration A: elaiodókos Transliteration B: elaiodokos Transliteration C: elaiodokos Beta Code: e)laiodo/kos

English (LSJ)

or ἐλαιο-δόχος, ον,

   A holding oil, Hdn.Epim.78, Suid. s.v. ληκύθιον.

German (Pape)

[Seite 788] ον, u. ἐλαιοδόχος, Oel enthaltend, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαιοδόκος: ἢ -δόχος, ον, ὁ δεχόμενος ἔλαιον, ἐλαιοδόχον ἀγγεῖον, ἐντὸς τοῦ ὁποίου φυλάττουσι τὸ ἔλαιον «λαδικόν», «ῥοΐ», Ἡρωδιαν. Ἐπιμ. σ. 78, Σουΐδ ἐν λέξ.: λήκυθον τὴν τοῦ μύρου.