ὀνείρωξις: Difference between revisions
From LSJ
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀνείρωξις:''' εως ἡ [[сонные грезы]], [[сновидение]] Plat. | |elrutext='''ὀνείρωξις:''' εως ἡ [[сонные грезы]], [[сновидение]] Plat. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ [[ὀνείρωξις]], Μ και ὀνειρωξία) [[ονειρώττω]]<br />[[εκσπερμάτιση]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του ύπνου, τις περισσότερες φορές σε συνδυασμό με όνειρα σεξουαλικού περιεχομένου<br /><b>αρχ.</b><br />το να βλέπει [[κανείς]] όνειρα, [[ιδίως]] εφιαλτικά. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:59, 11 January 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A dreaming, hallucination, Pl.Ti.52b, Ph.1.698.
II effusion in sleep, Sor.[2.46], Porph.Abst.4.20, Orib.Syn. 9.38.
German (Pape)
[Seite 346] ἡ, das Träumen, Plat. Tim. 52 b.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνείρωξις: ἡ, ὄνειρον, τὸ ὀνειρεύεσθαι, Πλάτ. Τίμ. 52Β. ― ὀνειροξία παρὰ Ζωναρᾶ 1453.
Russian (Dvoretsky)
ὀνείρωξις: εως ἡ сонные грезы, сновидение Plat.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὀνείρωξις, Μ και ὀνειρωξία) ονειρώττω
εκσπερμάτιση κατά τη διάρκεια του ύπνου, τις περισσότερες φορές σε συνδυασμό με όνειρα σεξουαλικού περιεχομένου
αρχ.
το να βλέπει κανείς όνειρα, ιδίως εφιαλτικά.