κωρυκίς: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κωρυκίς]], - | |mltxt=[[κωρυκίς]], -ίδος, ἡ (Α) [[κώρυκος]]<br /><b>1.</b> αυτή που είχε [[σχέση]] με τον Κώρυκο της Ιωνίας<br /><b>2.</b> [[μικρός]] [[δερμάτινος]] [[σάκος]], [[σακίδιο]]<br /><b>3.</b> [[αρρώστια]] τών φύλλων της φτελιάς που οφείλεται σε [[δήγμα]] εντόμου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:10, 1 March 2024
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, Dim. of
A κώρυκος 1.1, Epich.113, Ar.Fr.415.
II leaf-gall in elms, Thphr. HP 3.14.1.
German (Pape)
[Seite 1547] ίδος, ἡ, dim. zu κώρυκος, Ar. tr. 368; bes. ein blasenartiger Auswuchs auf den Blättern der Ulmen, der durch den Stich gewisser Insekten entsteht, Theophr.
Russian (Dvoretsky)
κωρῠκίς: ίδος (ῐδ) ἡ небольшой мешок, сумка Arph.
Greek (Liddell-Scott)
κωρῠκίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ κώρυκος, Ἐπίχ. 64 Ahr., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 368. ΙΙ. κυστιοειδὲς ἢ φλυκταινοειδὲς ἔκφυμα παραγόμενον ἐπὶ τῶν φύλλων πτελεῶν καὶ τῆς σφεδάμνου διὰ τοῦ δήγματος ἐντόμου τινός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 14, 1.
Greek Monolingual
κωρυκίς, -ίδος, ἡ (Α) κώρυκος
1. αυτή που είχε σχέση με τον Κώρυκο της Ιωνίας
2. μικρός δερμάτινος σάκος, σακίδιο
3. αρρώστια τών φύλλων της φτελιάς που οφείλεται σε δήγμα εντόμου.