νηνέω: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - " compds. " to " compounds ")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nineo
|Transliteration C=nineo
|Beta Code=nhne/w
|Beta Code=nhne/w
|Definition=(prob. a corruption of [[νηέω]]), [[heap]], [[varia lectio|v.l.]] in Il.23.139: also in compds. <b class="b3">ἐπι-, παρα-νηνέω</b>.
|Definition=(prob. a corruption of [[νηέω]]), [[heap]], [[varia lectio|v.l.]] in Il.23.139: also in compounds <b class="b3">ἐπι-, παρα-νηνέω</b>.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 10:38, 11 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηνέω Medium diacritics: νηνέω Low diacritics: νηνέω Capitals: ΝΗΝΕΩ
Transliteration A: nēnéō Transliteration B: nēneō Transliteration C: nineo Beta Code: nhne/w

English (LSJ)

(prob. a corruption of νηέω), heap, v.l. in Il.23.139: also in compounds ἐπι-, παρα-νηνέω.

Greek (Liddell-Scott)

νηνέω: ὡς τὸ νηέω, ἐκτεταμένος Ἐπικὸς τύπος τοῦ νέω (Δ), παρ, Ὁμήρ. μόνον ὡς διάφορ. γραφ., πλὴν ἐν τοῖς συνθέτοις ἐπι-, παρα-νηνέω, ἴδε Ἰλ. Ψ. 139.

Greek Monolingual

νηνέω (Α)
(εκτεταμένος επικ. τ.) σωρεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρεκτεταμένο ενεστ. που έχει σχηματιστεί πιθ. με αττ. διπλασιασμό από το ρ. νέω (III). Ο τ. απαντά στον πρτ. ἐνήνεον και, κατ' άλλους, πρόκειται για εσφ. μορφή του νήεον].

Frisk Etymological English

Meaning: heap (up)
See also: s. 3. -νέω.

{{FriskDe |ftr=νηνέω: {nēnéō}
Meaning: häufen
See also: s. 3. [[-νέω.
Page 2,315 }}

German (Pape)

νηέω, αἶψα δέ οἱ μενοεικέα νήνεον ὕλην, Il. 23.139, wo jetzt νήεον gelesen wird, vgl. die Kompp.