Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θυνέω: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυνέω]] (Α) (μόν. στον παρατ. ἐθύνεον, στον <b>Ησίοδ.</b>) [[ορμώ]], [[εφορμώ]], [[σπεύδω]] (α. «δελφῑνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «ἵππων ἐπιβάντες ἐθύνεον», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλλ. τ. του [[θύνω]]].
|mltxt=[[θυνέω]] (Α) (μόν. στον παρατ. ἐθύνεον, στον <b>Ησίοδ.</b>) [[ορμώ]], [[εφορμώ]], [[σπεύδω]] (α. «δελφῖνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «ἵππων ἐπιβάντες ἐθύνεον», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλλ. τ. του [[θύνω]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:30, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡνέω Medium diacritics: θυνέω Low diacritics: θυνέω Capitals: ΘΥΝΕΩ
Transliteration A: thynéō Transliteration B: thyneō Transliteration C: thyneo Beta Code: qune/w

English (LSJ)

= θύνω, only impf., dart along, δελφῖνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον Hes Sc.[210]; ἐν δ' Ἔρι

German (Pape)

[Seite 1225] = θύνω, Hes. Se. 156. 209.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. θύνω.

Russian (Dvoretsky)

θῡνέω: (только impf. ἐθύνεον) Hes. = θύνω.

Greek (Liddell-Scott)

θῡνέω: θύνω, μόνον κατὰ παρατ., ὁρμῶ, σπεύδω, ἐπὶ τοῦ δελφῖνος, δελφῖνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 210· ἐπὶ τῆς Ἔριδος καὶ τοῦ Κυδοιμοῦ, αὐτόθι 156· περὶ τῶν Μοιρῶν, 257. ἐπὶ ἀνδρῶν ἱππευόντων, αὐτόθι 286.

Greek Monolingual

θυνέω (Α) (μόν. στον παρατ. ἐθύνεον, στον Ησίοδ.) ορμώ, εφορμώ, σπεύδω (α. «δελφῖνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον», Ησίοδ.
β. «ἵππων ἐπιβάντες ἐθύνεον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του θύνω].

Greek Monotonic

θῡνέω: = θύνω, μόνο στον παρατ., ορμώ, σπεύδω, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

θῡνέω, = θύνω only in imperf.]
to dart along, Hes.