ἡλιόκτυπος: Difference between revisions
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡλιόκτυπος]], -ον (Α)<br />ο καμένος από τον ήλιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτυπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτυπώ]]), [[πρβλ]]. [[αντίκτυπος]], [[οπλόκτυπος]]]. | |mltxt=[[ἡλιόκτυπος]], -ον (Α)<br />ο καμένος από τον ήλιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτυπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτυπώ]]), [[πρβλ]]. [[αντίκτυπος]], [[οπλόκτυπος]]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[sunburnt]]=== | |||
Finnish: auringon paahtama; French: bronzé, bronzée, brûlé par le soleil, brûlée par le soleil; German: [[sonnenverbrannt]]; Greek: [[που έχει καεί από τον ήλιο]], [[ηλιοκαμένος]]; Ancient Greek: [[ἁλιόκαυστος]], [[αὐσταλέος]], [[ἡλιοκαής]], [[ἡλιόκαυστος]], [[ἡλιόκτυπος]], [[ἡλιοπλήξ]], [[ἡλιωμένος]]; Latin: [[adustus]]; Maori: tīkākā; Slovak: spálený; Swedish: solbränd, brunbränd; Vietnamese: cháy nắng | |||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 17 March 2024
English (LSJ)
ἡλιόκτυπον, sunburnt, A.Supp.155(lyr.) (ἡδιόκτυπον cod. Med.).
German (Pape)
[Seite 1162] = ἡλιόβλητος, μέλαν ἡλ. γένος Aesch. Suppl. 146, nach Wellauer's Verbesserung.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
frappé du soleil.
Étymologie: ἥλιος, κτυπέω.
Russian (Dvoretsky)
ἡλιόκτῠπος: опаленный солнцем (γένος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιόκτῠπος: -ον, ἡλιόβλητος, ἡλιοκαής, Αἰσχύλ, Ἱκετ. 155, ἐκ δορθώσεως τοῦ Wellauer ἀντὶ ἡ διόκτυπον (κατὰ τὴν γραφὴν τοῦ χειρογρ., ― οὐχὶ ἢ διόκτυπον).
Greek Monolingual
ἡλιόκτυπος, -ον (Α)
ο καμένος από τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -κτυπος (< κτυπώ), πρβλ. αντίκτυπος, οπλόκτυπος].
Translations
sunburnt
Finnish: auringon paahtama; French: bronzé, bronzée, brûlé par le soleil, brûlée par le soleil; German: sonnenverbrannt; Greek: που έχει καεί από τον ήλιο, ηλιοκαμένος; Ancient Greek: ἁλιόκαυστος, αὐσταλέος, ἡλιοκαής, ἡλιόκαυστος, ἡλιόκτυπος, ἡλιοπλήξ, ἡλιωμένος; Latin: adustus; Maori: tīkākā; Slovak: spálený; Swedish: solbränd, brunbränd; Vietnamese: cháy nắng