αἰνικτήριος: Difference between revisions
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ainiktirios | |Transliteration C=ainiktirios | ||
|Beta Code=ai)nikth/rios | |Beta Code=ai)nikth/rios | ||
|Definition=αἰνικτήριον, known from the Adv. [[ | |Definition=αἰνικτήριον, known from the Adv. [[αἰνικτηρίως]] = [[in riddles]], A.''Pr.'' 949. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰνικτήριος''': -ον, [[λέξις]] γνωστὴ ἐκ τοῦ ἐπιρρ. | |lstext='''αἰνικτήριος''': -ον, [[λέξις]] γνωστὴ ἐκ τοῦ ἐπιρρ. [[αἰνικτηρίως]], αἰνιγματωδῶς, Αἰσχύλ. Πρ. 949. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰνικτήριος:''' -ον, [[λέξη]] γνωστή από το επίρρ. | |lsmtext='''αἰνικτήριος:''' -ον, [[λέξη]] γνωστή από το επίρρ. [[αἰνικτηρίως]], [[αινιγματικός]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[from [[αἰνίσσομαι]]<br />[[known]] from the adv. | |mdlsjtxt=[from [[αἰνίσσομαι]]<br />[[known]] from the adv. [[αἰνικτηρίως]], in riddles, Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:02, 30 November 2023
English (LSJ)
αἰνικτήριον, known from the Adv. αἰνικτηρίως = in riddles, A.Pr. 949.
Greek (Liddell-Scott)
αἰνικτήριος: -ον, λέξις γνωστὴ ἐκ τοῦ ἐπιρρ. αἰνικτηρίως, αἰνιγματωδῶς, Αἰσχύλ. Πρ. 949.
Greek Monotonic
αἰνικτήριος: -ον, λέξη γνωστή από το επίρρ. αἰνικτηρίως, αινιγματικός, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
[from αἰνίσσομαι
known from the adv. αἰνικτηρίως, in riddles, Aesch.