ἀσπιδηστρόφος: Difference between revisions

From LSJ

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσπιδηστρόφος]], -ον (Α)<br />αυτός που ξέρει να χειρίζεται την [[ασπίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ασπίς]] (-[[ίδος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]. Ο τ. [[ασπιδηστρόφος]] [[κατά]] το [[πρότυπο]] του [[ασπιδηφόρος]]].
|mltxt=[[ἀσπιδηστρόφος]], -ον (Α)<br />αυτός που ξέρει να χειρίζεται την [[ασπίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ασπίς]] (-ίδος) <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]. Ο τ. [[ασπιδηστρόφος]] [[κατά]] το [[πρότυπο]] του [[ασπιδηφόρος]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπῐδηστρόφος Medium diacritics: ἀσπιδηστρόφος Low diacritics: ασπιδηστρόφος Capitals: ΑΣΠΙΔΗΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: aspidēstróphos Transliteration B: aspidēstrophos Transliteration C: aspidistrofos Beta Code: a)spidhstro/fos

English (LSJ)

ἀσπιδηστρόφον, shield-wielding, λεώς A.Ag.825.

German (Pape)

[Seite 373] λεώς Aesch. Ag. 799, schildschwingend.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui agite litt. qui fait tourner son bouclier.
Étymologie: ἀσπίς, στρέφω.

Russian (Dvoretsky)

ἀσπῐδηστρόφος: вращающий (свой) щит (Aesch. - v.l. к ἀσπιδηφόρος).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπῐδηστρόφος: ἐσφαλ. γραφ. ἀντὶ ἀσπιδηφόρος ἢ παρόμοιον ἐπίθ. ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 825.

Greek Monolingual

ἀσπιδηστρόφος, -ον (Α)
αυτός που ξέρει να χειρίζεται την ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς (-ίδος) + -στροφος < στρέφω. Ο τ. ασπιδηστρόφος κατά το πρότυπο του ασπιδηφόρος].