κολυμβάς: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κολυμβάς]], -[[άδος]], ή (AM)<br /><b>βλ.</b> [[κολυμπάδα]].
|mltxt=η (AM [[κολυμβάς]], -[[άδος]])<br />(για τις ελιές) αυτή που διατηρείται στην [[άλμη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[πτηνό]] [[κολυμβίς]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] θάμνου, [[στοιβή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κολυμπάδα]] <span style="color: red;"><</span> [[κολυμβάς]] <span style="color: red;"><</span> [[κόλυμβος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> ([[πρβλ]]. [[δρομάς]], [[καρκινάς]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:38, 24 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολυμβάς Medium diacritics: κολυμβάς Low diacritics: κολυμβάς Capitals: ΚΟΛΥΜΒΑΣ
Transliteration A: kolymbás Transliteration B: kolymbas Transliteration C: kolymvas Beta Code: kolumba/s

English (LSJ)

κολυμβάδος, ἡ, less Att. form of κολυμβίς, κ. ἐλαία olive
A swimming, i.e. pickled in brine, Diph.Siph. ap. Ath.2.56b, PSI5.535.27 (iii B.C.), cf. Call.Iamb.1.273, Gal.6.609, al.
II as substantive,
1 = κολυμβίς, Ath.9.395e.
2 a shrub, = στοιβή, Gal.14.18.

German (Pape)

[Seite 1476] άδος, ἡ, die Schwimmende; von Schwimmvögeln, Ath. IX, 395 d; – ἐλαία, die in Salzlake schwimmende, eingemachte Olive, Diphil. bei Ath. II, 56 u. öfter; nach den Atticisten ist der bessere Ausdruck dafür ἁλμάδες, vgl. Lob. zu Phryn. p. 118.

French (Bailly abrégé)

άδος
1 adj. f. qui nage, qui plonge ; ἡ κολυμβάς (ἐλαία) olive conservée dans la saumure;
2 subst.κολυμβάς, autre nom de la plante aquatique στοιβή.
Étymologie: κολυμβάω.
Syn. 1) νευστός, φθινοπωρίς.

Greek (Liddell-Scott)

κολυμβάς: -άδος, ἡ, κολυμβὰς ἐλαία, ἐπιπλέουσα ἐν τῇ ἅλμῃ, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 56Β· Ἀττικ. ἁλμάδες ἐλᾶαι, Λοβεκ. Φρύν. 118. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., 1) = κολυμβίς, Ἀθήν. 395Ε, Ἡσύχ. 2) εἶδος θάμνου, = στοιβή, Γαλην. 13. 870.

Greek Monolingual

η (AM κολυμβάς, -άδος)
(για τις ελιές) αυτή που διατηρείται στην άλμη
αρχ.
1. το πτηνό κολυμβίς
2. είδος θάμνου, στοιβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολυμπάδα < κολυμβάς < κόλυμβος + κατάλ. -άς (πρβλ. δρομάς, καρκινάς)].