Ἰκάριος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - ",," to ",")
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[Icarius]], the [[brother]] of [[Tyndareus]], and [[father]] of [[Penelope]], Od. 1.276,, Od. 4.797.<br />[[πόντος]]: the Icarian Sea, S. W. of [[Asia]] Minor, Il. 2.145†.
|auten=[[Icarius]], the [[brother]] of [[Tyndareus]], and [[father]] of [[Penelope]], Od. 1.276, Od. 4.797.<br />[[πόντος]]: the Icarian Sea, S. W. of [[Asia]] Minor, Il. 2.145†.
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 10:07, 16 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰκάριος Medium diacritics: Ἰκάριος Low diacritics: Ικάριος Capitals: ΙΚΑΡΙΟΣ
Transliteration A: Ikários Transliteration B: Ikarios Transliteration C: Ikarios Beta Code: *)ika/rios

English (LSJ)

[ῑκᾰ], α, ον, Icarian, πόντος Il.2.145; πέλαγος Hdt.6.96.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
d'Icare : πόντος Ἰκάριος IL, Ἰκάριος πέλαγος HDT ou abs. τὸ Ἰκάριον HDT la mer d'Icare, partie de la mer Égée entre les Cyclades et la Carie.
Étymologie: Ἴκαρος.

Russian (Dvoretsky)

Ἰκάριος:
I (ῑκᾰ) ὁ Икарий (брат Тиндара, владетель одной области в Акарнании, отец Пенелопы) Hom., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

Ἰκάριος: ῑκᾰ, α, ον, πόντος Ἰκ., τὸ μέρος τοῦ Αἰγαίου πελάγους τὸ μεταξὺ τῶν Κυκλάδων καὶ τῆς Καρίας, ἔνθα ἐλέγετο ὅτι Ἴκαρος ὁ υἱὸς τοῦ Δαιδάλου ἐπνίγη, Ἰλ. Β. 145· Ἰκ. πέλαγος Ἡρόδ. 6. 96 Ἰκάριον μόνον, αὐτόθι 95.

English (Autenrieth)

Icarius, the brother of Tyndareus, and father of Penelope, Od. 1.276, Od. 4.797.
πόντος: the Icarian Sea, S. W. of Asia Minor, Il. 2.145†.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α Ἰκάριος, -ία, -ον) Ίκαρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Ικαρία
2. φρ. «Ικάριο Πέλαγος» — το τμήμα του Αιγαίου Πελάγους μεταξύ τών νότιων Σποράδων, τών Κυκλάδων και της Ικαρίας
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ίκαρο
2. φρ. «Ἰκάριος πόντος»
Ικάριο Πέλαγος.

Greek Monotonic

Ἰκάριος: [ῑκᾰ], -α, -ον, Ικάριος, πόντος Ἰκάριος, μέρος του Αιγαίου μεταξύ των Κυκλάδων και της Καρίας, όπου πνίγηκε ο Ίκαρος, γιος του Δαίδαλου, σε Ομήρ. Ιλ.· Ἰκάριον πέλαγος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

Ἰκάριος, η, ον
Icarian, πόντος Ἰκ. the Aegean between the Cyclades and Caria, where Icarus son of Daedalus was drowned, Il.; Ἰκ. πέλαγος Hdt.