ὀρειφοίτης: Difference between revisions
From LSJ
(b) |
(6_19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0372.png Seite 372]] ὁ, = Folgdm, Phanocl. bei Plut. Symp. 4, 5. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0372.png Seite 372]] ὁ, = Folgdm, Phanocl. bei Plut. Symp. 4, 5. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀρειφοίτης''': -ου, ὁ, ὁ εἰς τὰ ὄρη φοιτῶν, ὁ περιτρέχων τὰ ὄρη, [[ὀρειβάτης]], Φανοκλ. 3· - [[οὕτως]], ὀρείφοιτοι ποιμένες, ὀρείφοιτα θηρία Βάτρ. 91. 2., 95. 25: - [[Κατὰ]] τὸν Μέγαν Ἐτυμολ. (461, 21) τὸ [[ὄρος]] «ἀποβάλλει τὸ ς καὶ τρέπει τὸ ο εἰς ε καὶ προσλαμβάνει τὸ [[ἰῶτα]]: [[ὄρος]], [[ὀροφοίτης]], ὀρεφοίτης, καὶ [[ὀρειφοίτης]]». | |||
}} | }} |
Revision as of 10:11, 5 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A mountain-roaming, Phanocl.3 :—so ὀρείφοιτοι ποιμένες, ὀρείφοιτα θηρία, Babr.91.2,95.25 ; ὀρείφοιτοι Βάκχαι Corn.ND30.
German (Pape)
[Seite 372] ὁ, = Folgdm, Phanocl. bei Plut. Symp. 4, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρειφοίτης: -ου, ὁ, ὁ εἰς τὰ ὄρη φοιτῶν, ὁ περιτρέχων τὰ ὄρη, ὀρειβάτης, Φανοκλ. 3· - οὕτως, ὀρείφοιτοι ποιμένες, ὀρείφοιτα θηρία Βάτρ. 91. 2., 95. 25: - Κατὰ τὸν Μέγαν Ἐτυμολ. (461, 21) τὸ ὄρος «ἀποβάλλει τὸ ς καὶ τρέπει τὸ ο εἰς ε καὶ προσλαμβάνει τὸ ἰῶτα: ὄρος, ὀροφοίτης, ὀρεφοίτης, καὶ ὀρειφοίτης».