ῥυτιδώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες / [[ῥυτιδώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[ῥυτίς]], - | |mltxt=-ες / [[ῥυτιδώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[ῥυτίς]], -ίδος]<br />[[γεμάτος]] [[ρυτίδες]], ρυτιδωμένος, ρυτιδιασμένος. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:20, 1 March 2024
English (LSJ)
ῥυτιδῶδες, wrinkled-looking, γαστέρες Hp.Prorrh.2.23, cf. Arist.HA604a28; τὰ ῥ. τῶν προσώπων Id.Phgn.808a8; φύλλον ῥυτιδωδέστερον Thphr. HP 4.6.6.
German (Pape)
[Seite 854] ες, runzlig, von runzligem Ansehen, Theophr.
Russian (Dvoretsky)
ῥῠτῐδώδης: морщинистый, сморщенный (μέτωπον Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥῠτῐδώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων ῥυτίδας, πλήρης ῥυτίδων, γαστέρες Ἱππ. Προρρ. 105, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 2· τὰ περὶ τὰ ὄμματα ῥ. ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 3, 1· φύλλον ῥ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 6.
Greek Monolingual
-ες / ῥυτιδώδης, -ῶδες, ΝΑ ῥυτίς, -ίδος]
γεμάτος ρυτίδες, ρυτιδωμένος, ρυτιδιασμένος.