duda: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀμφιβολία]], [[ἀμφιβολίη]], [[ἀμφίγνοια]], [[ἀμφιλογία]], [[ἀμφίλογος]], [[ἀμφισβήτησις]], [[ἀπιστία]], [[ἀπιστίη]], [[ἀπορία]], [[ἀπορίη]], [[διαγνοία]], [[διάκρισις]], [[διαλογισμός]], [[διαμφισβήτησις]], [[διαπόρησις]], [[διαφόρησις]], [[δίσταγμα]], [[δισταγμός]], [[διστασία]], [[δίστασις]], [[διστασμός]], [[διψυχία]], [[δοιή]], [[εἰκασία]], [[ἐνδοιασμός]], [[ἐνδυασμός]], [[τὸ διστακτικόν]] | |sltx=[[ἀμφιβολία]], [[ἀμφιβολίη]], [[ἀμφίγνοια]], [[ἀμφιλογία]], [[ἀμφίλογος]], [[ἀμφισβήτησις]], [[ἀπιστία]], [[ἀπιστίη]], [[ἀπορία]], [[ἀπορίη]], [[διαγνοία]], [[διάκρισις]], [[διαλογισμός]], [[διαμφισβήτησις]], [[διαπόρησις]], [[διαφόρησις]], [[δίσταγμα]], [[δισταγμός]], [[διστασία]], [[δίστασις]], [[διστασμός]], [[διψυχία]], [[δοιή]], [[εἰκασία]], [[εἰκασίη]], [[ἐνδοίασις]], [[ἐνδοιασμός]], [[ἐνδυασμός]], [[ἐπαπόρημα]], [[τὸ ἄπιστον]], [[τὸ διστακτικόν]], [[φόβος]] | ||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 22 December 2023
Spanish > Greek
ἀμφιβολία, ἀμφιβολίη, ἀμφίγνοια, ἀμφιλογία, ἀμφίλογος, ἀμφισβήτησις, ἀπιστία, ἀπιστίη, ἀπορία, ἀπορίη, διαγνοία, διάκρισις, διαλογισμός, διαμφισβήτησις, διαπόρησις, διαφόρησις, δίσταγμα, δισταγμός, διστασία, δίστασις, διστασμός, διψυχία, δοιή, εἰκασία, εἰκασίη, ἐνδοίασις, ἐνδοιασμός, ἐνδυασμός, ἐπαπόρημα, τὸ ἄπιστον, τὸ διστακτικόν, φόβος