πρώρα: Difference between revisions
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
mNo edit summary |
m (Text replacement - "Greek: πλώρη; Ancient Greek: πρῷρα;" to "Greek: πλώρη, πρώρα; Ancient Greek: πρῷρα, πρῴρη, πρώϊρα, ἀντιπρόσωπος;") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[prow]]=== | |trtx====[[prow]]=== | ||
Armenian: քիթ; Asturian: proba, proa; Bulgarian: нос; Catalan: proa; Czech: příď; Dutch: [[voorsteven]], [[boeg]]; Esperanto: pruo; Finnish: keula; French: [[proue]]; Galician: proa; German: [[Bug]], [[Bugüberhang]]; Greek: [[πλώρη]]; Ancient Greek: [[πρῷρα]]; Icelandic: trjóna, skegg; Ingrian: esinukka; Italian: [[prua]], [[prora]]; Latin: [[prora]], [[rostrum]]; Maori: ihuwaka; Norman: d'vant; Plautdietsch: Bug; Polish: dziób; Portuguese: [[proa]]; Romanian: proră, provă; Russian: [[нос]]; Scottish Gaelic: toiseach; Serbo-Croatian: prova; Cyrillic: прамац; Roman: pramac; Slovene: premec; Spanish: [[proa]]; Swahili: gubeti; Tagalog: duong, doong; Turkish: pruva; Ukrainian: ніс; Vietnamese: mũi; Volapük: föfastev, föfanaf | Armenian: քիթ; Asturian: proba, proa; Bulgarian: нос; Catalan: proa; Czech: příď; Dutch: [[voorsteven]], [[boeg]]; Esperanto: pruo; Finnish: keula; French: [[proue]]; Galician: proa; German: [[Bug]], [[Bugüberhang]]; Greek: [[πλώρη]], [[πρώρα]]; Ancient Greek: [[πρῷρα]], [[πρῴρη]], [[πρώϊρα]], [[ἀντιπρόσωπος]]; Icelandic: trjóna, skegg; Ingrian: esinukka; Italian: [[prua]], [[prora]]; Latin: [[prora]], [[rostrum]]; Maori: ihuwaka; Norman: d'vant; Plautdietsch: Bug; Polish: dziób; Portuguese: [[proa]]; Romanian: proră, provă; Russian: [[нос]]; Scottish Gaelic: toiseach; Serbo-Croatian: prova; Cyrillic: прамац; Roman: pramac; Slovene: premec; Spanish: [[proa]]; Swahili: gubeti; Tagalog: duong, doong; Turkish: pruva; Ukrainian: ніс; Vietnamese: mũi; Volapük: föfastev, föfanaf | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:13, 13 January 2024
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και πλώρη Ν, και επικ. και ιων. τ. πρῴρη και πρῷρα και ποιητ. τ. πρώϊρα και άχρηστος ασυναίρ. τ. στον Ηρωδιανό πρώειρα και πρώρρα Α
το πρόσθιο σφηνοειδές άκρο του πλοίου, το προορισμένο να διασχίζει το νερό
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) το πρόσθιο μισό τμήμα του πλοίου και ιδίως του καταστρώματος
αρχ.
1. η άκρη, το ακραίο τμήμα του κλήματος
2. (κατά τον Ησύχ.) πρόσωπο
3. φρ. (με μτφ. σημ.) α) «πάροιθεν δὲ πρῴρας... κραδίας» — μπροστά από την καρδιά μου (Αισχύλ.)
β) «ὦ πρῷρα λοιβῆς Ἑστία» — η πρώτη η οποία έχει δικαίωμα σπονδής (Σόφ.)
γ) «μηδὲ προσίστω πρῷραν βιότου» — η πρώρα του πλοίου της ζωής, δηλ. η πρώτη νιότη (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρῷρα παράγεται από το θ. της λ. πρών (< πρώ-F-ων, βλ. λ. πρών, πρώτος) με υγρό ένθημα -r- και επίθημα -ja και έχει σχηματιστεί, με συναίρεση, είτε από έναν τ. πρώ-αιρα (< πρω-F-αρ-ja, πρβλ. χίμαιρα) είτε από τ. πρώ-ειρα (< πρω-F-ερ-ja, πρβλ. πίειρα). Η λ. συνδέεται με: αρχ. ινδ. pūr-va «ο πρώτος, ο προηγούμενος», αρχ. σλαβ. prŭvŭ «ο πρώτος». Τέλος, ο τ. πρῴρη έχει σχηματιστεί κατά το πρύμν-η, ενώ το νεοελλ. πλώρη, με ανομοιωτική τροπή του -ρ- σε -λ-].
Translations
prow
Armenian: քիթ; Asturian: proba, proa; Bulgarian: нос; Catalan: proa; Czech: příď; Dutch: voorsteven, boeg; Esperanto: pruo; Finnish: keula; French: proue; Galician: proa; German: Bug, Bugüberhang; Greek: πλώρη, πρώρα; Ancient Greek: πρῷρα, πρῴρη, πρώϊρα, ἀντιπρόσωπος; Icelandic: trjóna, skegg; Ingrian: esinukka; Italian: prua, prora; Latin: prora, rostrum; Maori: ihuwaka; Norman: d'vant; Plautdietsch: Bug; Polish: dziób; Portuguese: proa; Romanian: proră, provă; Russian: нос; Scottish Gaelic: toiseach; Serbo-Croatian: prova; Cyrillic: прамац; Roman: pramac; Slovene: premec; Spanish: proa; Swahili: gubeti; Tagalog: duong, doong; Turkish: pruva; Ukrainian: ніс; Vietnamese: mũi; Volapük: föfastev, föfanaf