ειλικρίνεια: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[εἰλικρίνεια]])<br />η [[ιδιότητα]] του ειλικρινούς, [[ευθύτητα]], [[τιμιότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθαρότητα]], [[διαύγεια]] («[[εἰλικρίνεια]] ἀέρος»)<br /><b>2.</b> η [[καθαρότητα]] σε [[αντίθεση]] [[προς]] την [[ανάμιξη]] («κατὰ τὴν πρὸς ἄλληλα μῑξιν καὶ εἰλίκρινειαν αὐτῶν»).
|mltxt=η (AM [[εἰλικρίνεια]])<br />η [[ιδιότητα]] του ειλικρινούς, [[ευθύτητα]], [[τιμιότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθαρότητα]], [[διαύγεια]] («[[εἰλικρίνεια]] ἀέρος»)<br /><b>2.</b> η [[καθαρότητα]] σε [[αντίθεση]] [[προς]] την [[ανάμιξη]] («κατὰ τὴν πρὸς ἄλληλα μῖξιν καὶ εἰλίκρινειαν αὐτῶν»).
}}
}}
{{trml
{{trml

Latest revision as of 14:26, 6 February 2024

Greek Monolingual

η (AM εἰλικρίνεια)
η ιδιότητα του ειλικρινούς, ευθύτητα, τιμιότητα
αρχ.
1. καθαρότητα, διαύγειαεἰλικρίνεια ἀέρος»)
2. η καθαρότητα σε αντίθεση προς την ανάμιξη («κατὰ τὴν πρὸς ἄλληλα μῖξιν καὶ εἰλίκρινειαν αὐτῶν»).

Translations

sincerity

Arabic: إِخْلَاص‎; Azerbaijani: səmimilik, səmimiyyət; Belarusian: шчырасць, адкрытасць; Bulgarian: искреност; Catalan: sinceritat; Cebuano: sinceridad; Chinese Mandarin: 真誠/真诚, 真心, 誠實/诚实, 真摯/真挚, 誠意/诚意; Czech: upřímnost; Danish: oprigtighed; Dutch: oprechtheid; Esperanto: sincereco; Finnish: rehellisyys, vilpittömyys; French: sincérité; German: Aufrichtigkeit, Ehrlichkeit; Gothic: 𐌰𐌻𐌻𐌰𐍅𐌴𐍂𐌴𐌹, 𐌰𐌹𐍂𐌺𐌽𐌹𐌸𐌰; Greek: ειλικρίνεια; Ancient Greek: ἀλάθεα, ἀλαθεία, ἀλάθεια, ἀλήθεια, ἀληθείη, ἀπλαστία, ἁπλότης, ἀφθαρσία, ἀψεύδεια, γνησιότης, εἰλικρίνεια, εἰλικρινότης, τἀληθές, τὸ γνήσιον, φιλαλήθεια; Hungarian: egyenesség, őszinteség; Italian: sincerità; Japanese: 誠実, 誠意; Khmer: ភាពស្មោះ; Korean: 성실(誠實), 성의(誠意); Latin: sinceritas; Macedonian: искреност; Malayalam: ആത്മാർത്ഥത; Norwegian Bokmål: oppriktighet; Polish: szczerość; Portuguese: sinceridade; Romanian: sinceritate; Russian: искренность, откровенность, честность; Serbo-Croatian Cyrillic: и̏скрено̄ст; Roman: ȉskrenōst; Slovak: úprimnosť; Slovene: iskrenost; Spanish: sinceridad; Swedish: uppriktighet; Thai: ความจริงใจ; Turkish: samimiyet; Ukrainian: щирість, відвертість; Vietnamese: sự chân thành