επαίτης: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἐπαίτης]], θηλ. | |mltxt=ο (AM [[ἐπαίτης]], θηλ. ἐπαῖτις») [[επαιτώ]]<br />[[ζητιάνος]], [[ζήτουλας]], [[διακονιάρης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />«μοναχοί ἐπαῖτες ἤ Τάγματα τῶν Ἐπαιτῶν» — μοναχικά τάγματα που ιδρύθηκαν [[κατά]] τον 13ο αιώνα και συντηρούνται με τις ελεημοσύνες τών πιστών. | ||
}} | }} |