ασφαλτίτης: Difference between revisions
From LSJ
τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἀσφαλτίτης]], ο και ἀσφαλτῑτις, η)<br />αυτός που περιέχει άσφαλτο, ο [[ασφαλτώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[λίμνη]] | |mltxt=ο (Α [[ἀσφαλτίτης]], ο και ἀσφαλτῑτις, η)<br />αυτός που περιέχει άσφαλτο, ο [[ασφαλτώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[λίμνη]] Ἀσφαλτῖτις» — η Νεκρά Θάλασσα<br /><b>2.</b> «ἀσφαλτῖτις πόα» — το [[τριφύλλι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:39, 6 February 2024
Greek Monolingual
ο (Α ἀσφαλτίτης, ο και ἀσφαλτῑτις, η)
αυτός που περιέχει άσφαλτο, ο ασφαλτώδης
αρχ.
φρ.
1. «λίμνη Ἀσφαλτῖτις» — η Νεκρά Θάλασσα
2. «ἀσφαλτῖτις πόα» — το τριφύλλι.