ἔμβρωμος: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
mNo edit summary
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 18: Line 18:
{{trml
{{trml
|trtx====[[foul-smelling]]===
|trtx====[[foul-smelling]]===
Danish: ildelugtende; Greek: [[απόζων]], [[βρομερός]], [[βρωμερός]], [[βρομώδης]], [[δύσοσμος]], [[κάκοσμος]], [[μεφιτικός]], [[οζώδης]], [[που βρομάει]], [[που έχει άσχημη μυρωδιά]], [[που μυρίζει]], [[που μυρίζει άσχημα]]; Ancient Greek: [[βρομῶδες]], [[βρομώδης]], [[βρωμῶδες]], [[βρωμώδης]], [[δυσῶδες]], [[δυσώδης]], [[ἔμβρωμος]], [[κάκοσμος]]; Hungarian: büdös, bűzös, rossz szagú; Latin: [[foetidus]]; Malayalam: ദുർഗന്ധമുള്ള; Norwegian Bokmål: illeluktende; Ottoman Turkish: ⁧آغر⁩; Spanish: [[maloliente]], [[fétido]]; Swedish: illaluktande
Danish: ildelugtende; Greek: [[απόζων]], [[βρομερός]], [[βρωμερός]], [[βρομώδης]], [[δύσοσμος]], [[δυσώδης]], [[κάκοσμος]], [[μεφιτικός]], [[οζώδης]], [[που βρομάει]], [[που έχει άσχημη μυρωδιά]], [[που μυρίζει]], [[που μυρίζει άσχημα]]; Ancient Greek: [[βρομῶδες]], [[βρομώδης]], [[βρωμῶδες]], [[βρωμώδης]], [[δυσῶδες]], [[δυσώδης]], [[ἔμβρωμος]], [[κάκοσμος]]; Hungarian: büdös, bűzös, rossz szagú; Latin: [[foetidus]]; Malayalam: ദുർഗന്ധമുള്ള; Norwegian Bokmål: illeluktende; Ottoman Turkish: ⁧آغر⁩; Spanish: [[maloliente]], [[fétido]]; Swedish: illaluktande
}}
}}

Revision as of 16:22, 22 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμβρωμος Medium diacritics: ἔμβρωμος Low diacritics: έμβρωμος Capitals: ΕΜΒΡΩΜΟΣ
Transliteration A: émbrōmos Transliteration B: embrōmos Transliteration C: emvromos Beta Code: e)/mbrwmos

English (LSJ)

ἔμβρωμον, = βρωμώδης (foul-smelling), Dsc.3.33, Aët.9.30.

Spanish (DGE)

-ον comestible φύλλα Dsc.3.33, τὰ ἐντόσθια Aët.9.30.

Greek Monolingual

ἔμβρωμος, -ον (Α)
δυσώδης, βρομερός.

Translations

foul-smelling

Danish: ildelugtende; Greek: απόζων, βρομερός, βρωμερός, βρομώδης, δύσοσμος, δυσώδης, κάκοσμος, μεφιτικός, οζώδης, που βρομάει, που έχει άσχημη μυρωδιά, που μυρίζει, που μυρίζει άσχημα; Ancient Greek: βρομῶδες, βρομώδης, βρωμῶδες, βρωμώδης, δυσῶδες, δυσώδης, ἔμβρωμος, κάκοσμος; Hungarian: büdös, bűzös, rossz szagú; Latin: foetidus; Malayalam: ദുർഗന്ധമുള്ള; Norwegian Bokmål: illeluktende; Ottoman Turkish: ⁧آغر⁩; Spanish: maloliente, fétido; Swedish: illaluktande