ἀτμήν: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(13_3) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0387.png Seite 387]] ένος, ὁ, Knecht, Diener, VLL. Im E. M. auch ἀδμενίς, welches auf eine Ableitung von [[δαμάω]] führt; vgl. Nic. Al. 172 unter [[ἀτμεύω]], wo πνοιαῖς συνδάμναται ἐχθραῖς folgt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0387.png Seite 387]] ένος, ὁ, Knecht, Diener, VLL. Im E. M. auch ἀδμενίς, welches auf eine Ableitung von [[δαμάω]] führt; vgl. Nic. Al. 172 unter [[ἀτμεύω]], wo πνοιαῖς συνδάμναται ἐχθραῖς folgt. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀτμήν''': -ένος, ὁ [[δοῦλος]], [[ὑπηρέτης]], Ἐτυμολ. Μ. 164. 32· [[ὡσαύτως]], ἄτμενος, ὁ, Εὐστ. 1750. 62, Ἡσύχ.· ἀλλὰ καὶ θηλ. [[τύπος]] ἀδμενίς, ίδιος, ἐν Ἐτυμ. Μ. 18. 32, - [[ὅπερ]] ἐτυμολογικῶς [[εἶναι]] ὀρθόν, ἂν ὡς τὸ [[δμώς]] παράγηται ἐκ τοῦ [[δαμάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:24, 5 August 2017
English (LSJ)
ένος, ὁ,
A slave, servant, Call.Aet.1.1.19, Epic.inArch.Pap. 7.4, Et.Gen., Sch.Nic.Al.172,426.
German (Pape)
[Seite 387] ένος, ὁ, Knecht, Diener, VLL. Im E. M. auch ἀδμενίς, welches auf eine Ableitung von δαμάω führt; vgl. Nic. Al. 172 unter ἀτμεύω, wo πνοιαῖς συνδάμναται ἐχθραῖς folgt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτμήν: -ένος, ὁ δοῦλος, ὑπηρέτης, Ἐτυμολ. Μ. 164. 32· ὡσαύτως, ἄτμενος, ὁ, Εὐστ. 1750. 62, Ἡσύχ.· ἀλλὰ καὶ θηλ. τύπος ἀδμενίς, ίδιος, ἐν Ἐτυμ. Μ. 18. 32, - ὅπερ ἐτυμολογικῶς εἶναι ὀρθόν, ἂν ὡς τὸ δμώς παράγηται ἐκ τοῦ δαμάω.