μάσθλης: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(13_4) |
(6_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0098.png Seite 98]] ητος, ὁ, = [[μάσθλη]], Soph. frg. 137 bei E. M.; Schol. zu Ar. erkl. τὸν μεμαλαγμένον [[λῶρον]]. – Uebertr., ein verschmitzter, schlauer Mensch, der sich zu schmiegen weiß, Ar. Equ. 269 Nubb. 448; nach Phryn. in B. A. p. 51, 27 ein Feigling od. Weichling. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0098.png Seite 98]] ητος, ὁ, = [[μάσθλη]], Soph. frg. 137 bei E. M.; Schol. zu Ar. erkl. τὸν μεμαλαγμένον [[λῶρον]]. – Uebertr., ein verschmitzter, schlauer Mensch, der sich zu schmiegen weiß, Ar. Equ. 269 Nubb. 448; nach Phryn. in B. A. p. 51, 27 ein Feigling od. Weichling. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μάσθλης''': -ητος, ὁ, = [[μάσθλη]], δέρμα κατειργασμένον, Ἱππ. 482. 28· Αἰολ. μάσλης, Σαπφὼ 22· ὁ ἱμὰς μάστιγος, φόνιον μάσθλητα δίγονον, ὡς τὸ διπλῆν μάραγναν, Σοφ. Ἀποσπ. 137. ΙΙ. μεταφ., [[πανοῦργος]], ὀλισθηρὸς [[ἄνθρωπος]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 270, Νεφ. 449. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μάσθλη]] καὶ [[μάσθλης]]· δέρμα καὶ [[ὑπόδημα]] φοινικοῦν. καὶ [[ἡνία]]. [[διφθέρα]]». | |||
}} | }} |
Revision as of 10:37, 5 August 2017
English (LSJ)
ητος, ὁ,
A = ἱμάσθλη, leather, Hp.Morb.2.59; Aeol.μάσλης, perh. leather shoe, Sapph. 19; thong of a whip, φοίνιον μάσθλητα δίγονον S.Fr.129: μάσθλη is dub., cf. ib.571, Hsch. II metaph., supple, slippery knave, Ar.Eq.269, Nu.449 (anap.), Aristid.Or.34(50).61.
German (Pape)
[Seite 98] ητος, ὁ, = μάσθλη, Soph. frg. 137 bei E. M.; Schol. zu Ar. erkl. τὸν μεμαλαγμένον λῶρον. – Uebertr., ein verschmitzter, schlauer Mensch, der sich zu schmiegen weiß, Ar. Equ. 269 Nubb. 448; nach Phryn. in B. A. p. 51, 27 ein Feigling od. Weichling.
Greek (Liddell-Scott)
μάσθλης: -ητος, ὁ, = μάσθλη, δέρμα κατειργασμένον, Ἱππ. 482. 28· Αἰολ. μάσλης, Σαπφὼ 22· ὁ ἱμὰς μάστιγος, φόνιον μάσθλητα δίγονον, ὡς τὸ διπλῆν μάραγναν, Σοφ. Ἀποσπ. 137. ΙΙ. μεταφ., πανοῦργος, ὀλισθηρὸς ἄνθρωπος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 270, Νεφ. 449. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μάσθλη καὶ μάσθλης· δέρμα καὶ ὑπόδημα φοινικοῦν. καὶ ἡνία. διφθέρα».