προδιδάσκω: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(13_5)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0716.png Seite 716]] (s. [[διδάσκω]]), vorher lehren, belehren; οὐ δυνατὸν τοὺς ἀνοήτους τούτων γνώμας προδιδάσκειν, Soph. Ai. 163; τινά, c. int., Phil. 1003; auch med., ὧν ὁ θήρ με [[Κένταυρος]] προὐδιδάξατο, Tr. 678; Ar. Plut. 687 u. öfter; pass. vorher lernen, Thuc. 2, 40, τινά, Plat. Gorg. 489 e u. öfter; Xen. Hell. 1, 5, 7; Luc. Cont. 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0716.png Seite 716]] (s. [[διδάσκω]]), vorher lehren, belehren; οὐ δυνατὸν τοὺς ἀνοήτους τούτων γνώμας προδιδάσκειν, Soph. Ai. 163; τινά, c. int., Phil. 1003; auch med., ὧν ὁ θήρ με [[Κένταυρος]] προὐδιδάξατο, Tr. 678; Ar. Plut. 687 u. öfter; pass. vorher lernen, Thuc. 2, 40, τινά, Plat. Gorg. 489 e u. öfter; Xen. Hell. 1, 5, 7; Luc. Cont. 7.
}}
{{ls
|lstext='''προδῐδάσκω''': μέλλ. -άξω, [[διδάσκω]] [[προηγουμένως]], [[διδάσκω]] πρότερον, τινά τι Σοφ. [[Αἴας]] 163. Ἀριστοφ. Νεφ. 476· τινὰ Πλάτ. Εὐθύδ. 302C, Γοργ. 489D, Ἱππ. Μείζων 291Β· ― μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., πρ. τινὰ σοφὸν [[εἶναι]] Σοφ. Φιλ. 1015, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 987, Δημ. 1231. 26. ― Μέσ., [[διδάσκω]] τινὰ πρότερον, Σοφ. Τρ. 681, Ἀριστοφ. Πλ. 687· πρβλ. [[διδάσκω]]. ― Παθ. διδάσκομαι, [[μανθάνω]] πρότερον, Θουκ. 2. 40.
}}
}}

Revision as of 09:26, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδῐδάσκω Medium diacritics: προδιδάσκω Low diacritics: προδιδάσκω Capitals: ΠΡΟΔΙΔΑΣΚΩ
Transliteration A: prodidáskō Transliteration B: prodidaskō Transliteration C: prodidasko Beta Code: prodida/skw

English (LSJ)

   A teach beforehand, τινά τι S.Aj.163(anap.), Ar.Nu. 476; τινα Pl.Euthd.302c, Grg.489d, Hp.Ma.291b: c. acc. et inf., π. τινὰ σοφὸν εἶναι S.Ph.1015, cf. D.51.12; [ἀηδὼν] νεοσσὸν ᾄδειν π. Plu.2.973b:—Med., S.Tr.681, Ar.Pl.687:—Pass., learn beforehand, Th.2.40.

German (Pape)

[Seite 716] (s. διδάσκω), vorher lehren, belehren; οὐ δυνατὸν τοὺς ἀνοήτους τούτων γνώμας προδιδάσκειν, Soph. Ai. 163; τινά, c. int., Phil. 1003; auch med., ὧν ὁ θήρ με Κένταυρος προὐδιδάξατο, Tr. 678; Ar. Plut. 687 u. öfter; pass. vorher lernen, Thuc. 2, 40, τινά, Plat. Gorg. 489 e u. öfter; Xen. Hell. 1, 5, 7; Luc. Cont. 7.

Greek (Liddell-Scott)

προδῐδάσκω: μέλλ. -άξω, διδάσκω προηγουμένως, διδάσκω πρότερον, τινά τι Σοφ. Αἴας 163. Ἀριστοφ. Νεφ. 476· τινὰ Πλάτ. Εὐθύδ. 302C, Γοργ. 489D, Ἱππ. Μείζων 291Β· ― μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., πρ. τινὰ σοφὸν εἶναι Σοφ. Φιλ. 1015, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 987, Δημ. 1231. 26. ― Μέσ., διδάσκω τινὰ πρότερον, Σοφ. Τρ. 681, Ἀριστοφ. Πλ. 687· πρβλ. διδάσκω. ― Παθ. διδάσκομαι, μανθάνω πρότερον, Θουκ. 2. 40.