κρανίον: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
(13_5)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1500.png Seite 1500]] τό, der Form nach dim. von [[κρᾶνον]], der Scheitel des Kopfes, nach Arist. H. A. 2, 75 τριχωτὸν κεφαλῆς [[μέρος]]; bei Hom. auch von Pferden, ὅθι τε πρῶται [[τρίχες]] ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι Il. 8, 84; Pind. I. 3, 72; τὸ [[κρανίον]] παί. σας [[κατέαγα]], die Hirnschale, Eur. Rhes. 679; Plat. Euthyd. 299 e Conv. 195 e; Sp., wie Lucill. 2 (XI, 258); der Kopf, Amphis bei Ath. VII, 295 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1500.png Seite 1500]] τό, der Form nach dim. von [[κρᾶνον]], der Scheitel des Kopfes, nach Arist. H. A. 2, 75 τριχωτὸν κεφαλῆς [[μέρος]]; bei Hom. auch von Pferden, ὅθι τε πρῶται [[τρίχες]] ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι Il. 8, 84; Pind. I. 3, 72; τὸ [[κρανίον]] παί. σας [[κατέαγα]], die Hirnschale, Eur. Rhes. 679; Plat. Euthyd. 299 e Conv. 195 e; Sp., wie Lucill. 2 (XI, 258); der Kopf, Amphis bei Ath. VII, 295 d.
}}
{{ls
|lstext='''κρᾱνίον''': τό, ([[κάρα]]), τὸ ἀνώτατον [[μέρος]] τῆς κεφαλῆς, «κρανί», (κεφαλῆς τὸ τριχωτὸν [[μέρος]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 1), ἐπὶ ἵππων, ὅθι τε πρῶται τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι Ἰλ. Θ. 84· ἐπὶ ἀνδρῶν, Πινδ. Ι. 4. 92 (3. 72), Εὐρ. Κύκλ. 679, Κρατῖν. ἐν «Θρᾴτταις» 1, Πλάτ. Εὐθύδ. 299E, κτλ.· ― [[καθόλου]], ἡ [[κεφαλή]], Ἄμφις ἐν «Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας» 1.
}}
}}

Revision as of 10:02, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾱνίον Medium diacritics: κρανίον Low diacritics: κρανίον Capitals: ΚΡΑΝΙΟΝ
Transliteration A: kraníon Transliteration B: kranion Transliteration C: kranion Beta Code: krani/on

English (LSJ)

τό, (κάρα)

   A upper part of the head, skull (κεφαλῆς τὸ τριχωτὸν μέρος Arist.HA491a31, cf. Gal.2.739); of horses, ὅθι τε πρῶται τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι Il.8.84; of men, Pi.I.4(3).54, E.Cyc.683, Cratin.71, Pl.Euthd.299e, etc.: generally, head, Amphis 16.    II headache, Hippiatr.103 (v.l. κατακράνιον).

German (Pape)

[Seite 1500] τό, der Form nach dim. von κρᾶνον, der Scheitel des Kopfes, nach Arist. H. A. 2, 75 τριχωτὸν κεφαλῆς μέρος; bei Hom. auch von Pferden, ὅθι τε πρῶται τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι Il. 8, 84; Pind. I. 3, 72; τὸ κρανίον παί. σας κατέαγα, die Hirnschale, Eur. Rhes. 679; Plat. Euthyd. 299 e Conv. 195 e; Sp., wie Lucill. 2 (XI, 258); der Kopf, Amphis bei Ath. VII, 295 d.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾱνίον: τό, (κάρα), τὸ ἀνώτατον μέρος τῆς κεφαλῆς, «κρανί», (κεφαλῆς τὸ τριχωτὸν μέρος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 1), ἐπὶ ἵππων, ὅθι τε πρῶται τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι Ἰλ. Θ. 84· ἐπὶ ἀνδρῶν, Πινδ. Ι. 4. 92 (3. 72), Εὐρ. Κύκλ. 679, Κρατῖν. ἐν «Θρᾴτταις» 1, Πλάτ. Εὐθύδ. 299E, κτλ.· ― καθόλου, ἡ κεφαλή, Ἄμφις ἐν «Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας» 1.