σκάριφος: Difference between revisions

From LSJ

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source
(13_5)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0890.png Seite 890]] ὁ, eigentl. ein Wort mit [[κάρφος]]; Scln.l. Ar. Ran. 1493 τὸ [[κάρφος]] καὶ [[φρύγανον]], [[μᾶλλον]] δὲ ἡ [[γραφίς]]; also bes. ein Stift, Griffel, Umrisse od. Figuren in den Sand, in Wachstafeln einzuritzen; dah. ein Umriß, eine Skizze, ein Entwurf, Hesych. [[ξέσις]], [[γραφή]], [[μίμησις]] ἀκριβὴς τύπ ου.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0890.png Seite 890]] ὁ, eigentl. ein Wort mit [[κάρφος]]; Scln.l. Ar. Ran. 1493 τὸ [[κάρφος]] καὶ [[φρύγανον]], [[μᾶλλον]] δὲ ἡ [[γραφίς]]; also bes. ein Stift, Griffel, Umrisse od. Figuren in den Sand, in Wachstafeln einzuritzen; dah. ein Umriß, eine Skizze, ein Entwurf, Hesych. [[ξέσις]], [[γραφή]], [[μίμησις]] ἀκριβὴς τύπ ου.
}}
{{ls
|lstext='''σκάρῑφος''': ὁ, [[κυρίως]] ταὐτὸν τῷ [[κάρφος]], πρβλ. [[σκαρφίον]]· - ἀλλ’ ἐν τῇ χρήσει σημαίνει, 1) μολυβδοκόνδυλον ἢ γραφίδα, [[κονδύλιον]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1545 (1497), Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] σκάριφον, Ἐτυμολ. Μέγ. 273. 34. 2) σχέδιον, ἰχνογράφημα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. «[[ξέσις]], γραφή, [[μίμησις]] ἀκριβὴς τόπου» Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] σκάριφον, τό, Εὐσταθ. Πονημάτ. 326. 61.
}}
}}

Revision as of 09:19, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰρῑφος Medium diacritics: σκάριφος Low diacritics: σκάριφος Capitals: ΣΚΑΡΙΦΟΣ
Transliteration A: skáriphos Transliteration B: skariphos Transliteration C: skarifos Beta Code: ska/rifos

English (LSJ)

ὁ,

   A = κάρφος, φρύγανον, γραφίς, Sch.Ar.Ra.1545; = ξέσις, γραφή, μίμησις ἀκριβὴς τύπου (τόπου cod.), Hsch.; also σκάριφον, τό, EM273.33.

German (Pape)

[Seite 890] ὁ, eigentl. ein Wort mit κάρφος; Scln.l. Ar. Ran. 1493 τὸ κάρφος καὶ φρύγανον, μᾶλλον δὲ ἡ γραφίς; also bes. ein Stift, Griffel, Umrisse od. Figuren in den Sand, in Wachstafeln einzuritzen; dah. ein Umriß, eine Skizze, ein Entwurf, Hesych. ξέσις, γραφή, μίμησις ἀκριβὴς τύπ ου.

Greek (Liddell-Scott)

σκάρῑφος: ὁ, κυρίως ταὐτὸν τῷ κάρφος, πρβλ. σκαρφίον· - ἀλλ’ ἐν τῇ χρήσει σημαίνει, 1) μολυβδοκόνδυλον ἢ γραφίδα, κονδύλιον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1545 (1497), Ἡσύχ.· ὡσαύτως σκάριφον, Ἐτυμολ. Μέγ. 273. 34. 2) σχέδιον, ἰχνογράφημα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. «ξέσις, γραφή, μίμησις ἀκριβὴς τόπου» Ἡσύχ.· ὡσαύτως σκάριφον, τό, Εὐσταθ. Πονημάτ. 326. 61.