δοκός: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
(13_6a)
(6_9)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0654.png Seite 654]] ἡ, auch ὁ, Luc. V. H. 2, 1 Apolld. 1, 9, 12 ([[δέχομαι]]): 1) <b class="b2">Balken</b>, bes. die, welche die Decke des Hauses bilden u. das Dach tragen; Hom. Iliad. 17, 744 Odyss. 19, 38. 22, 176. 193; Ar. Nubb. 1496; andere Balken, Vesp. 201; Luc. Herod. 5; ὁ τὴν δοκὸν φέρων, sprichwörtlich, Arist rhet. 3, 12, nach Phot. lex. ἐπὶ τῶν ταὐτὰ ποιοαντων, καὶ μηδὲν περαινόντων. – 2) eine feurige Lufterscheinung, von der Aehnlichkeit mit einem Balken; VLL.; D. L. 5, 81.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0654.png Seite 654]] ἡ, auch ὁ, Luc. V. H. 2, 1 Apolld. 1, 9, 12 ([[δέχομαι]]): 1) <b class="b2">Balken</b>, bes. die, welche die Decke des Hauses bilden u. das Dach tragen; Hom. Iliad. 17, 744 Odyss. 19, 38. 22, 176. 193; Ar. Nubb. 1496; andere Balken, Vesp. 201; Luc. Herod. 5; ὁ τὴν δοκὸν φέρων, sprichwörtlich, Arist rhet. 3, 12, nach Phot. lex. ἐπὶ τῶν ταὐτὰ ποιοαντων, καὶ μηδὲν περαινόντων. – 2) eine feurige Lufterscheinung, von der Aehnlichkeit mit einem Balken; VLL.; D. L. 5, 81.
}}
{{ls
|lstext='''δοκός''': ἡ, ([[δέχομαι]])· -[[κυρίως]] τὸ τὴν στέγην ἀνέχον [[ξύλον]], «δοκάρι», «πατερό», Ὀδ. Χ. 176, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1496· καὴ γενικ., Ἰλ. Ρ. 744, Θουκ. 4. 112· ὁ μοχλὸς πύλης ἢ θύρας, Ἀριστοφ. Σφηξ. 201· -παροιμ., ὁ τὴν δοκὸν φέρων, ἐπὶ ῥήτορος μὴ ἔχοντος [[χάριν]] ἀλλὰ δυσκάμπτου ὄντος, Ἀριστ. Ρητ. 3. 12, 3· ἡ [[σημασία]] τοῦ ἐν δοκοῖσι Ἀρχίλ. 60, [[εἶναι]] [[ἀμφίβολος]]. Ὁ Walck. διώρθ. ἐνδόκοισι ἐκ τοῦ Ἡσυχ. ἔνδοκος· [[ἐνέδρα]]. ΙΙ. [[εἶδος]] μετεώρου, Διογ. Λ. 5. 81, Schäf. Σχολ. εἰς Ἀπολλών. Ρόδ. Β. 1088· οὕτω [[δοκίας]], Θεοδώρητ., [[δοκίτης]] Σουΐδ.· πρβλ. δοκὶς ΙΙ.
}}
}}

Revision as of 11:28, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοκός Medium diacritics: δοκός Low diacritics: δοκός Capitals: ΔΟΚΟΣ
Transliteration A: dokós Transliteration B: dokos Transliteration C: dokos Beta Code: doko/s

English (LSJ)

ἡ, later also ὁ, Luc.VH2.1: (δέχομαι):—

   A bearing-beam, main beam, esp. in the roof or floor of a house, Od.22.176, Ar.Nu. 1496; any balk or beam, Il.17.744, Th.4.112; bar of a gate or door, Ar.V.201: also, in pl., firewood, PFlor.127.5 (iii A. D.): prov., ὁ τὴν δοκὸν φέρων one who has 'swallowed a poker', Arist.Rh.1413b28; ἐν δοκοῖσι is prob. f. l. for ἐνδόκοισι in Archil.66.3, cf. Hsch. s.v. ἔνδοκος.    II a kind of meteor, Plin.HN2.96, Lyd.Ost.10b, Hsch.; cf. δοκεύς, δοκίας, δοκίς 11.

German (Pape)

[Seite 654] ἡ, auch ὁ, Luc. V. H. 2, 1 Apolld. 1, 9, 12 (δέχομαι): 1) Balken, bes. die, welche die Decke des Hauses bilden u. das Dach tragen; Hom. Iliad. 17, 744 Odyss. 19, 38. 22, 176. 193; Ar. Nubb. 1496; andere Balken, Vesp. 201; Luc. Herod. 5; ὁ τὴν δοκὸν φέρων, sprichwörtlich, Arist rhet. 3, 12, nach Phot. lex. ἐπὶ τῶν ταὐτὰ ποιοαντων, καὶ μηδὲν περαινόντων. – 2) eine feurige Lufterscheinung, von der Aehnlichkeit mit einem Balken; VLL.; D. L. 5, 81.

Greek (Liddell-Scott)

δοκός: ἡ, (δέχομαι)· -κυρίως τὸ τὴν στέγην ἀνέχον ξύλον, «δοκάρι», «πατερό», Ὀδ. Χ. 176, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1496· καὴ γενικ., Ἰλ. Ρ. 744, Θουκ. 4. 112· ὁ μοχλὸς πύλης ἢ θύρας, Ἀριστοφ. Σφηξ. 201· -παροιμ., ὁ τὴν δοκὸν φέρων, ἐπὶ ῥήτορος μὴ ἔχοντος χάριν ἀλλὰ δυσκάμπτου ὄντος, Ἀριστ. Ρητ. 3. 12, 3· ἡ σημασία τοῦ ἐν δοκοῖσι Ἀρχίλ. 60, εἶναι ἀμφίβολος. Ὁ Walck. διώρθ. ἐνδόκοισι ἐκ τοῦ Ἡσυχ. ἔνδοκος· ἐνέδρα. ΙΙ. εἶδος μετεώρου, Διογ. Λ. 5. 81, Schäf. Σχολ. εἰς Ἀπολλών. Ρόδ. Β. 1088· οὕτω δοκίας, Θεοδώρητ., δοκίτης Σουΐδ.· πρβλ. δοκὶς ΙΙ.