πένης: Difference between revisions
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
(13_6a) |
(6_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0554.png Seite 554]] ητος, ὁ, eigtl. der sich sein tägliches Brot erarbeitet ([[πένομαι]]) der Arme, Dürftige; Soph. Phil. 580; Ar. Plut. 553 Eccl. 566; Eur. oft; πένητες ἄνθρωποι, Her. 8, 51; im Ggstz von πλούσιοι, Dem. 24, 124, wie Plat. Prot. 319 d; καὶ [[φειδωλός]], Legg. IV, 719 e; καὶ [[ἄπορος]], Rep. VIII, 552 a; auch τινός, arm an Etwas, z. B. [[πένης]] γὰρ ἦν ἀνδρῶν [[φίλων]] καὶ πιστῶν, Ep. VII, 332 c; nach Xen. Mem. 4, 2, 37 ὁ μὴ ἱκανὰ ἔχων εἰς ἃ δεῖ τελεῖν; Folgde; [[βίος]], Antp. Th. 47 (IX, 23). – Das tem. [[πένησσα]] erwähnt Hesych. – Compar. [[πενέστερος]], Xen. Ath. 1, 13; Plut. auch superl. πενέστατος. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0554.png Seite 554]] ητος, ὁ, eigtl. der sich sein tägliches Brot erarbeitet ([[πένομαι]]) der Arme, Dürftige; Soph. Phil. 580; Ar. Plut. 553 Eccl. 566; Eur. oft; πένητες ἄνθρωποι, Her. 8, 51; im Ggstz von πλούσιοι, Dem. 24, 124, wie Plat. Prot. 319 d; καὶ [[φειδωλός]], Legg. IV, 719 e; καὶ [[ἄπορος]], Rep. VIII, 552 a; auch τινός, arm an Etwas, z. B. [[πένης]] γὰρ ἦν ἀνδρῶν [[φίλων]] καὶ πιστῶν, Ep. VII, 332 c; nach Xen. Mem. 4, 2, 37 ὁ μὴ ἱκανὰ ἔχων εἰς ἃ δεῖ τελεῖν; Folgde; [[βίος]], Antp. Th. 47 (IX, 23). – Das tem. [[πένησσα]] erwähnt Hesych. – Compar. [[πενέστερος]], Xen. Ath. 1, 13; Plut. auch superl. πενέστατος. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πένης''': -ητος, ὁ, ([[πένομαι]]) ὁ ἐργαζόμενος διὰ τὸν καθημερινὸν αὑτοῦ ἄρτον, [[ἄνθρωπος]] τῆς ἐργατικῆς τάξεως, οὐχὶ [[εὔπορος]], ἀλλὰ ῥητῶς τίθεται [[ὑπεράνω]] τοῦ πτωχοῦ, (= ἐπαίτου), πτωχοῦ μὲν γὰρ [[βίος]] .. ζῆν μὲν ἐστὶν μηδὲν ἔχοντα· τοὺ δὲ πένητος ζῆν φειδόμενον καὶ τοῖς ἔργοις προσέχοντα Ἀριστοφ. Πλ. 553· οἱ ὑπ’ αὐτῶν Ἡρόδ. 1. 133., 2. 47· ἐκ πένητος, [[πλούσιος]] Λυσ. 92. 12· πένητες ἄνθρωποι Ἡρόδ. 8.51· οἷ’ ἀνὴρ π. Σοφ. Φ. 584· ἐπὶ τὸ ἀστειότερον, π. [[ἵππος]] Ξεν. Οἰκ. 11, 5. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., π. [[δόμος]] Εὐρ. Ἠλ. 1139· καὶ μετ’ οὐδ., ἐν πένητι σώματι [[αὐτόθι]] 372· [[μετὰ]] γεν., π. χρημάτων, ἐνδεὴς χρημάτων, [[αὐτόθι]] 38· π. φίλων, ἐστερημένος φίλων, Πλάτ. Ἐπιστ. 332C· π. ἀπολογίας Λουκ. Ἀπολ. 11· - [[ὡσαύτως]] θηλ. ἡ πένησσα, «πέννησα· πτωχὴ» Ἡσύχ.· - συγκρ. [[πενέστερος]], Ξεν. Ἀθην. 1, 13· ὑπερθ. πενέστατος, Δημ. 555. 11. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:44, 5 August 2017
English (LSJ)
ητος, ὁ, (πένομαι)
A one who works for his living, day-labourer, poor man, opp. πλούσιος, Democr.283; opp. δυνάμενος, Archyt.3; πτωχοῦ μὲν γὰρ βίος... ζῆν ἐστιν μηδὲν ἔχοντα· τοῦ δὲ πένητος ζῆν φει- δόμενον καὶ τοῖς ἔργοις προσέχοντα Ar.Pl. 553 ; οἱ π. αὐτῶν Hdt.1.133, 2.47 ; πλούσιος ἐκ πένητος Lys.1.4 ; πένητες ἄνθρωποι Hdt.8.51 ; οἷ' ἀνὴρ π. S.Ph.584; π. ἵππος X. Oec. 11.5. II as Adj., π. δόμοι E. El.1139 : c. neut., ἐν πένητι σώματι ib. 372 : c. gen., χρημάτων πένητες poor in money, ib.38 ; π. φίλων Pl.Ep.332c ; π. ἀπολογίας Luc. Apol. 11 : Comp. πενέστερος X.Ath.1.13: Sup. πενέστατος D.21.123.
German (Pape)
[Seite 554] ητος, ὁ, eigtl. der sich sein tägliches Brot erarbeitet (πένομαι) der Arme, Dürftige; Soph. Phil. 580; Ar. Plut. 553 Eccl. 566; Eur. oft; πένητες ἄνθρωποι, Her. 8, 51; im Ggstz von πλούσιοι, Dem. 24, 124, wie Plat. Prot. 319 d; καὶ φειδωλός, Legg. IV, 719 e; καὶ ἄπορος, Rep. VIII, 552 a; auch τινός, arm an Etwas, z. B. πένης γὰρ ἦν ἀνδρῶν φίλων καὶ πιστῶν, Ep. VII, 332 c; nach Xen. Mem. 4, 2, 37 ὁ μὴ ἱκανὰ ἔχων εἰς ἃ δεῖ τελεῖν; Folgde; βίος, Antp. Th. 47 (IX, 23). – Das tem. πένησσα erwähnt Hesych. – Compar. πενέστερος, Xen. Ath. 1, 13; Plut. auch superl. πενέστατος.
Greek (Liddell-Scott)
πένης: -ητος, ὁ, (πένομαι) ὁ ἐργαζόμενος διὰ τὸν καθημερινὸν αὑτοῦ ἄρτον, ἄνθρωπος τῆς ἐργατικῆς τάξεως, οὐχὶ εὔπορος, ἀλλὰ ῥητῶς τίθεται ὑπεράνω τοῦ πτωχοῦ, (= ἐπαίτου), πτωχοῦ μὲν γὰρ βίος .. ζῆν μὲν ἐστὶν μηδὲν ἔχοντα· τοὺ δὲ πένητος ζῆν φειδόμενον καὶ τοῖς ἔργοις προσέχοντα Ἀριστοφ. Πλ. 553· οἱ ὑπ’ αὐτῶν Ἡρόδ. 1. 133., 2. 47· ἐκ πένητος, πλούσιος Λυσ. 92. 12· πένητες ἄνθρωποι Ἡρόδ. 8.51· οἷ’ ἀνὴρ π. Σοφ. Φ. 584· ἐπὶ τὸ ἀστειότερον, π. ἵππος Ξεν. Οἰκ. 11, 5. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., π. δόμος Εὐρ. Ἠλ. 1139· καὶ μετ’ οὐδ., ἐν πένητι σώματι αὐτόθι 372· μετὰ γεν., π. χρημάτων, ἐνδεὴς χρημάτων, αὐτόθι 38· π. φίλων, ἐστερημένος φίλων, Πλάτ. Ἐπιστ. 332C· π. ἀπολογίας Λουκ. Ἀπολ. 11· - ὡσαύτως θηλ. ἡ πένησσα, «πέννησα· πτωχὴ» Ἡσύχ.· - συγκρ. πενέστερος, Ξεν. Ἀθην. 1, 13· ὑπερθ. πενέστατος, Δημ. 555. 11.