σίκυς: Difference between revisions
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
(c1) |
(37) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0881.png Seite 881]] ὁ, = Vorigem; Alcaeus bei Ath. III, 75 e; Diosc. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0881.png Seite 881]] ὁ, = Vorigem; Alcaeus bei Ath. III, 75 e; Diosc. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-υος, η και ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[καρπουζιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[αγγούρι]], ο [[σίκυος]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[σίκυος]] ο [[άγριος]], η [[πικραγγουριά]], γνωστό, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ονοματολογία]], ως Εκκβάλιο το [[ελατήριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[σικύα]] (<b>πρβλ.</b> και [[σίκυος]], <b>βλ. λ.</b> [[σικύα]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
v. foreg. II σικύς· ὁ γναφεύς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 881] ὁ, = Vorigem; Alcaeus bei Ath. III, 75 e; Diosc.
Greek Monolingual
-υος, η και ο, ΝΑ
νεοελλ.
η καρπουζιά
αρχ.
1. το αγγούρι, ο σίκυος
2. το φυτό σίκυος ο άγριος, η πικραγγουριά, γνωστό, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ονοματολογία, ως Εκκβάλιο το ελατήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σικύα (πρβλ. και σίκυος, βλ. λ. σικύα)].