ἀπάθεια: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
(13_3)
(6_9)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0274.png Seite 274]] ἡ, Unempfindlichkeit, Stumpfsinn, Plat. Def. 413 a; Arist. eth. 2, 3; öfter Plut. πρὸς τὸθεῖον. Bei den Stoikern = Leidenschaftslosigkeit, Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0274.png Seite 274]] ἡ, Unempfindlichkeit, Stumpfsinn, Plat. Def. 413 a; Arist. eth. 2, 3; öfter Plut. πρὸς τὸθεῖον. Bei den Stoikern = Leidenschaftslosigkeit, Plut.
}}
{{ls
|lstext='''ἀπάθεια''': ἡ, [[ἔλλειψις]] αἰσθήσεως, [[ἀναισθησία]], ἐπὶ πραγμάτων, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[πάθος]], Ἀριστ. Φυσ. 4. 9, 11· μεταφ. 8. 1, 5. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ἀναισθησία]], [[ἀπάθεια]], ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 2. 3, 5, Περὶ ψυχ. 3. 4, 5 [[ἀπάθεια]] κακῶν Θεοφρ. Α. Ἱστ. Φ. 9. 15, 1· ἀπ. περὶ τι Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 13, 18, Ρητ. 2. 6, 2. 2) παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, [[ἡσυχία]], [[ἔλλειψις]] πάθους, ἡ [[κατάστασις]] τοῦ κατ’ αὐτοὺς ἀληθοῦς σοφοῦ, τὸ τοῦ Ὁρατίου nil admirari, πρβλ. Heyne Ἐπίκτ. 12. 29· κατὰ πληθ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 224. ΙΙΙ. [[ἔλλειψις]] ἢ [[ἀπουσία]] παθημάτων, δι’ ἀπάθειαν, χωρὶς νὰ ὑποφέρῃ τις πόνον, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 6. 6.
}}
}}

Revision as of 09:27, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπάθεια Medium diacritics: ἀπάθεια Low diacritics: απάθεια Capitals: ΑΠΑΘΕΙΑ
Transliteration A: apátheia Transliteration B: apatheia Transliteration C: apatheia Beta Code: a)pa/qeia

English (LSJ)

[πᾰ], ἡ,

   A impassibility, of things, opp. πάθος, Arist.Ph.217b26, Metaph.1046a13: pl., opp. πάθη, Epicur.Ep.1p.25U., S.E.M.10.224.    II of persons, insensibility, apathy, Arist.EN1104b24, de An.429a29; ἀ. τῶν κακῶν insensibility to .., Thphr.HP9.15.1; ἀ. περί τι Arist.APo.97b23, Rh.1383b16.    2 as Stoic term, freedom from emotion, Dionys.Stoic.3.35, cf. Arr.Epict.4.6.34, al., Plu.2.82f; spelt ἀπαθία in Antip.Stoic.3.109, Phld.Sto.Herc.339.7.    III absence of injury, σῴζεσθαι δι' ἀπάθειαν ἀνακαμπτόμενα for the sake of immunity, Arist.PA682b21.

German (Pape)

[Seite 274] ἡ, Unempfindlichkeit, Stumpfsinn, Plat. Def. 413 a; Arist. eth. 2, 3; öfter Plut. πρὸς τὸθεῖον. Bei den Stoikern = Leidenschaftslosigkeit, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπάθεια: ἡ, ἔλλειψις αἰσθήσεως, ἀναισθησία, ἐπὶ πραγμάτων, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ πάθος, Ἀριστ. Φυσ. 4. 9, 11· μεταφ. 8. 1, 5. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἀναισθησία, ἀπάθεια, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 2. 3, 5, Περὶ ψυχ. 3. 4, 5 ἀπάθεια κακῶν Θεοφρ. Α. Ἱστ. Φ. 9. 15, 1· ἀπ. περὶ τι Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 13, 18, Ρητ. 2. 6, 2. 2) παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, ἡσυχία, ἔλλειψις πάθους, ἡ κατάστασις τοῦ κατ’ αὐτοὺς ἀληθοῦς σοφοῦ, τὸ τοῦ Ὁρατίου nil admirari, πρβλ. Heyne Ἐπίκτ. 12. 29· κατὰ πληθ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 224. ΙΙΙ. ἔλλειψιςἀπουσία παθημάτων, δι’ ἀπάθειαν, χωρὶς νὰ ὑποφέρῃ τις πόνον, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 6. 6.