ἀπόχυσις: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source
(c2)
(6_8)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0336.png Seite 336]] ἡ, das Ausgießen; – vom Getreide, das Aufschießen in Aehren, Theophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0336.png Seite 336]] ἡ, das Ausgießen; – vom Getreide, das Aufschießen in Aehren, Theophr.
}}
{{ls
|lstext='''ἀπόχῠσις''': -εως, ἡ, ([[ἀποχέω]]) [[ἔκχυσις]], [[ἔκλαμψις]], ἀκτίνων Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 3. 51: - ἐπὶ φυομένου σίτου ἢ κριθῆς, ἡ [[ἐμφάνισις]] τοῦ στάχυος, [[ὅταν]] δηλ. ἀνοίγῃ ἡ [[κάλυξ]] καὶ ἀναφαίνηται ὁ [[στάχυς]], Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 8. 10, 4. ΙΙ. αὐτὴ ἡ [[κάλυξ]] τοῦ στάχυος, ὁ αὐτ. 8. 3, 4.
}}
}}

Revision as of 11:27, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόχῠσις Medium diacritics: ἀπόχυσις Low diacritics: απόχυσις Capitals: ΑΠΟΧΥΣΙΣ
Transliteration A: apóchysis Transliteration B: apochysis Transliteration C: apochysis Beta Code: a)po/xusis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἀποχέω)

   A pouring out or forth, ἀκτίνων ἢ χρωμάτων S.E.P.3.51, cf. Gal.UP6.2,al.; of corn, coming into ear, ἐκβιάζεσθαι τὴν ἀ. Thphr.HP8.10.4: generally, inflorescence, ἡ καλαμώδης ἀ. φόβη ib.8.3.4.

German (Pape)

[Seite 336] ἡ, das Ausgießen; – vom Getreide, das Aufschießen in Aehren, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόχῠσις: -εως, ἡ, (ἀποχέω) ἔκχυσις, ἔκλαμψις, ἀκτίνων Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 3. 51: - ἐπὶ φυομένου σίτου ἢ κριθῆς, ἡ ἐμφάνισις τοῦ στάχυος, ὅταν δηλ. ἀνοίγῃ ἡ κάλυξ καὶ ἀναφαίνηται ὁ στάχυς, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 8. 10, 4. ΙΙ. αὐτὴ ἡ κάλυξ τοῦ στάχυος, ὁ αὐτ. 8. 3, 4.