δαμετζάνα: Difference between revisions

From LSJ

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $2$4, $7$9")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[νταμιτζάνα]], η<br />[[δοχείο]] υγρών, γυάλινο, στενόλαιμο με προστατευτικό καλαθόπλεγμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(βεν.)</b> <i>damegiana</i> ή <span style="color: red;"><</span> <b>γαλλ.</b> <i>dame</i> -<i>jeanne</i> <span style="color: red;"><</span> <i>dame</i> «[[κυρία]]» <span style="color: red;">+</span> <i>Jeanne</i> «Ιωάννα». Η [[απόδοση]] με <i>δ</i>- (:[[δαμετζάνα]]) οφείλεται σε υπερδιόρθωση (ή «υπεραστισμό», huperurbanismus), δηλ. εσφαλμένη [[διόρθωση]] της φωνητικής αποδόσεως ([[πρβλ]]. [[βόμβαμπόμπα]], [[μοδέλομοντέλο]]). Πιθ. το [[σχήμα]] του δοχείου επηρέασε και την [[ονομασία]] του ([[πρβλ]]. ιταλ. <i>damigiana</i>, αγγλ. <i>demijohn</i>)].
|mltxt=και [[νταμιτζάνα]], η<br />[[δοχείο]] υγρών, γυάλινο, στενόλαιμο με προστατευτικό καλαθόπλεγμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(βεν.)</b> <i>damegiana</i> ή <span style="color: red;"><</span> <b>γαλλ.</b> <i>dame</i> -<i>jeanne</i> <span style="color: red;"><</span> <i>dame</i> «[[κυρία]]» <span style="color: red;">+</span> <i>Jeanne</i> «Ιωάννα». Η [[απόδοση]] με <i>δ</i>- (:[[δαμετζάνα]]) οφείλεται σε υπερδιόρθωση (ή «υπεραστισμό», huperurbanismus), δηλ. εσφαλμένη [[διόρθωση]] της φωνητικής αποδόσεως ([[πρβλ]]. [[βόμβα]] - [[μπόμπα]], [[μοδέλο]] - [[μοντέλο]]). Πιθ. το [[σχήμα]] του δοχείου επηρέασε και την [[ονομασία]] του ([[πρβλ]]. ιταλ. <i>damigiana</i>, αγγλ. <i>[[demijohn]]</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 15:07, 9 September 2024

Greek Monolingual

και νταμιτζάνα, η
δοχείο υγρών, γυάλινο, στενόλαιμο με προστατευτικό καλαθόπλεγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) damegiana ή < γαλλ. dame -jeanne < dame «κυρία» + Jeanne «Ιωάννα». Η απόδοση με δ- (:δαμετζάνα) οφείλεται σε υπερδιόρθωση (ή «υπεραστισμό», huperurbanismus), δηλ. εσφαλμένη διόρθωση της φωνητικής αποδόσεως (πρβλ. βόμβα - μπόμπα, μοδέλο - μοντέλο). Πιθ. το σχήμα του δοχείου επηρέασε και την ονομασία του (πρβλ. ιταλ. damigiana, αγγλ. demijohn)].