ἀριστοπόνος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death
(13_2) |
(6_16) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0353.png Seite 353]] am besten arbeitend, [[χείρ]] Pind. Ol. 7, 51; [[μέλισσα]] Phocyl. bei Schol. Nic. Al. 448; Ep. ad. (IX, 466) ὑμέναιοι, etwas dunkel. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0353.png Seite 353]] am besten arbeitend, [[χείρ]] Pind. Ol. 7, 51; [[μέλισσα]] Phocyl. bei Schol. Nic. Al. 448; Ep. ad. (IX, 466) ὑμέναιοι, etwas dunkel. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀριστοπόνος''': -ον, ἐξόχως ἐργαζόμενος, χεῖρες Πινδ. Ο. 7. 94· [[μέλισσα]] Ψευδο-Φωκυλ. 159· ὁ Μανέθων ἔχει πληθ. ἀριστοπονῆες, ὡς εἰ ἐσχηματίσθη ἐξ ὀνομαστ. ἀριστοπονεύς, 4. 512. ― Ἐπίρρ. -νως Κραμήρου Παρισ. Ἀνέκδ. τ. 4, σ. 281. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:01, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A working excellently, χεῖρες Pi.O.7.51; μέλισσα Ps.-Phoc.171; ὑμέναιοι AP9.466: pl., ἀριστοπονῆες, as if from -πονεύς, Man.4.512. Adv.-νως App.Anth.3.182. II excellently wrought, μέλαθρον Nonn.D.44.79.
German (Pape)
[Seite 353] am besten arbeitend, χείρ Pind. Ol. 7, 51; μέλισσα Phocyl. bei Schol. Nic. Al. 448; Ep. ad. (IX, 466) ὑμέναιοι, etwas dunkel.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστοπόνος: -ον, ἐξόχως ἐργαζόμενος, χεῖρες Πινδ. Ο. 7. 94· μέλισσα Ψευδο-Φωκυλ. 159· ὁ Μανέθων ἔχει πληθ. ἀριστοπονῆες, ὡς εἰ ἐσχηματίσθη ἐξ ὀνομαστ. ἀριστοπονεύς, 4. 512. ― Ἐπίρρ. -νως Κραμήρου Παρισ. Ἀνέκδ. τ. 4, σ. 281.