Πάριος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
lsj>Spiros
mNo edit summary
m (1 revision imported)
 
(No difference)

Latest revision as of 07:03, 8 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πάριος Medium diacritics: Πάριος Low diacritics: Πάριος Capitals: ΠΑΡΙΟΣ
Transliteration A: Pários Transliteration B: Parios Transliteration C: Parios Beta Code: *pa/rios

English (LSJ)

Παρία, Πάριον, of Paros, Parian, Παρία λίθος = Parian marble, Pi.N.4.81, Hdt.3.57; ἡ Παρία λύγδος D.S.2.52.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Paros : Παρία λίθος THCR, λίθος Πάριος HDT marbre de Paros ; οἱ Πάριοι HDT les habitants de Paros.
Étymologie: Πάρος.

Russian (Dvoretsky)

Πάριος: (ᾰ) паросский (λίθος Theocr., Her.).
IIжитель или уроженец Пароса, паросец Her. etc.

English (Slater)

Πᾰρῐος Parian from the island of Paros. στάλαν θέμεν Παρίου λίθου λευκοτέραν (N. 4.81)

Greek Monolingual

-α, -ο Πάρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Πάρο ή προέρχεται από αυτήν
2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύρια ον.) ο Πάριος και η Πάρια
ο κάτοικος της Πάρου, ο Παριανός
3. φρ. «πάριο μάρμαρο» ή «πάριο χρονικό» — επιγραφή γραμμένη στην αττική διάλεκτο επί του Αθηναίου επωνύμου άρχοντα Διογνήτου η οποία αποτελεί πολύ σπουδαία πηγή για την ιστορική έρευνα.