ἐπίσκιος: Difference between revisions

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
(13_5)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0979.png Seite 979]] ([[σκιά]]), 1) beschattend, ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῖρ' ἀντέχοντα [[κρατός]] Soph. O. C. 1646, d. i. die Augen verdeckend. – 2) beschattet, schattig, dunkel, [[τόπος]] Plat. Rep. IV, 432 c; Arist. H. A. 6, 15 u. Sp.; [[βίος]] ἐπ. καὶ σχολαστὴς καὶ [[ἄφιλος]] Plut. de sanit. tu. p. 403, ein stilles, häusliches Leben.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0979.png Seite 979]] ([[σκιά]]), 1) beschattend, ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῖρ' ἀντέχοντα [[κρατός]] Soph. O. C. 1646, d. i. die Augen verdeckend. – 2) beschattet, schattig, dunkel, [[τόπος]] Plat. Rep. IV, 432 c; Arist. H. A. 6, 15 u. Sp.; [[βίος]] ἐπ. καὶ σχολαστὴς καὶ [[ἄφιλος]] Plut. de sanit. tu. p. 403, ein stilles, häusliches Leben.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπίσκιος''': -ον, (σκιὰ) ἐσκιασμένος, ἔχων σκιὰν σκιερός, [[τόπος]] Πλάτ. Πολ. 432C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 15, 6· [[οἴκημα]] Πλουτ. Μάρ. 39· μεταφ., [[βίος]] [[ἐπίσκιος]], ὁ μακρὰν τῆς πολιτικῆς τύρβης, [[ἥσυχος]], Λατ. vita umbratilis, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν δημόσιον βίον, ὁ αὐτ. 2. 135Β. ΙΙ. ἐνεργ., ἐπισκιάζων, [[μετὰ]] γεν., ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῖρ’ ἀντέχοντα [[κρατός]], ἔχοντα τὴν χεῖρα πρὸ τῆς κεφαλῆς πρὸς ἐπισκίασιν τῶν ὀμμάτων, Σοφ. Ο. Κ. 1650. ― Ἐπίρρ. -ίως, ἐπιβούλως, ἐπισκίως, κρυψίνως, ὑπούλως [[Πολυδ]]. Δ΄, 51.
}}
}}

Revision as of 10:16, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσκῐος Medium diacritics: ἐπίσκιος Low diacritics: επίσκιος Capitals: ΕΠΙΣΚΙΟΣ
Transliteration A: epískios Transliteration B: episkios Transliteration C: episkios Beta Code: e)pi/skios

English (LSJ)

ον, (σκιά)

   A shaded, dark, τόπος Pl.R.432c, Arist.HA569b10; οἴκημα Plu.Mar.39; ἀκτῖνες Arat.870: metaph., βίος ἐ. a retired life, Lat. vita umbratilis, opp.a public life, Plu.2.135b.    II. Act., shading, c.gen., χεὶρ ὀμμάτων ἐπίσκιος S.OC1650. Adv.-ίως Poll.4.51.

German (Pape)

[Seite 979] (σκιά), 1) beschattend, ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῖρ' ἀντέχοντα κρατός Soph. O. C. 1646, d. i. die Augen verdeckend. – 2) beschattet, schattig, dunkel, τόπος Plat. Rep. IV, 432 c; Arist. H. A. 6, 15 u. Sp.; βίος ἐπ. καὶ σχολαστὴς καὶ ἄφιλος Plut. de sanit. tu. p. 403, ein stilles, häusliches Leben.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσκιος: -ον, (σκιὰ) ἐσκιασμένος, ἔχων σκιὰν σκιερός, τόπος Πλάτ. Πολ. 432C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 15, 6· οἴκημα Πλουτ. Μάρ. 39· μεταφ., βίος ἐπίσκιος, ὁ μακρὰν τῆς πολιτικῆς τύρβης, ἥσυχος, Λατ. vita umbratilis, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν δημόσιον βίον, ὁ αὐτ. 2. 135Β. ΙΙ. ἐνεργ., ἐπισκιάζων, μετὰ γεν., ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῖρ’ ἀντέχοντα κρατός, ἔχοντα τὴν χεῖρα πρὸ τῆς κεφαλῆς πρὸς ἐπισκίασιν τῶν ὀμμάτων, Σοφ. Ο. Κ. 1650. ― Ἐπίρρ. -ίως, ἐπιβούλως, ἐπισκίως, κρυψίνως, ὑπούλως Πολυδ. Δ΄, 51.